Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΣΤΡΥΜΟΝΑ

ΣΤΗΝ ΑΝΑΤ. ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΤΗ Μ. ΑΣΙΑ


                                                        Από το Βιβλίο του Ν. Σκαρλάτου
                                                   «Σιδηρόκαστρο -η Κοττούσα του Μύθου»  

Την εποχή του χαλκού η κυρίως Ελλάδα και  η Κρήτη, συνδέονταν με τη Θράκη και τις άλλες περιοχές της λεκάνης του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, διότι οι ηγεμόνες των αναπτυσσόμενων την περίοδο αυτή προϊστορικών πολιτισμών χρειάζονταν το χαλκό ή τον κασσίτερο και άλλα σπάνια υλικά, όπως ο οψιδανός, για την κατασκευή και διακόσμηση των ανακτόρων τους. Τις πρώτες αυτές ύλες, τις παρείχαν οι περιοχές γύρω από το Αιγαίο, οι οποίες συνήθως διακινούνταν ως δώρα ή ως προικώα περιουσία και όχι αποκλειστικά ως αντικείμενα εμπορικής συναλλαγής.

Η άνθηση του πολιτισμού στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην ηπειρωτική Ελλάδα εκδηλώθηκε μόλις περί το 1.700 π.Χ. Δύο αιώνες αργότερα, το 1.500 π.Χ οι Μυκηναίοι κατέλαβαν την Κνωσό και από τότε ανακτορικά κτίσματα άρχισαν να εμφανίζονται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα ανάκτορα αυτά, αν και αντλούσαν πολλά από το Μινωικό πρότυπο και λειτουργούσαν ως κέντρα για την αποθήκευση και αναδιανομή της αγροτικής παραγωγής, ήταν οχυρά περισσότερο στην κατασκευή τους και λιγότερο πολυτελή.

Οι Μυκηναίοι είναι γνωστό ότι μιλούσαν κάποιο μόρφωμα της Ελληνικής γλώσσας και διέθεταν γραφή, τη συλλαβική γραμμική Β, η οποία προήλθε από τη Γραμμική Α΄ της Κρήτης, αλλά δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Περί το 1.200 π. Χ, όπως εκτιμούν οι αρχαιολόγοι, τα ανάκτορα ανά την ηπειρωτική Ελλάδα φαίνεται να καταστράφηκαν σχεδόν ταυτόχρονα. Τους αιώνες που ακολούθησαν παύουν να εμφανίζονται και οι επιγραφές σε Γραμμική Β΄, μαζί με τα χαρακτηριστικά Μυκηναϊκά ειδώλια. Τα επόμενα δείγματα Ελληνικής γραφής προέρχονται από τον 8ο π. Χ αιώνα και αποτελούν παραλλαγή του Φοινικικού αλφαβήτου.

   Κοιτάσματα Χαλκού στην Εγγύς Ανατολή

Η ανυπαρξία ακλόνητων αποδείξεων, λόγω αδυναμίας σταθερής χρονολόγησης, οδήγησε τους ιστορικούς στην εξέταση των μύθων για την αναζήτηση ιστορικών γεγονότων. Έτσι κατά καιρούς υποστηρίχθηκε ότι οι Μυκηναίοι υπέκυψαν στην εισβολή Δωριέων από το βορρά ή ότι κατά τη διάρκεια μακροχρόνιου πολέμου με την Τροία εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις στον Ελλαδικό χώρο. Προς το παρόν όμως, δεν έχει διατυπωθεί κάποια κοινά αποδεκτή ερμηνεία, για την πλήρη κατάρρευση της Μυκηναϊκής κοινωνίας. Ένας παράγοντας που συνετέλεσε σ’ αυτό, ίσως ήταν και η αναταραχή στην Εγγύς Ανατολή, όταν διακόπηκε η διακίνηση κασσίτερου, υλικού, που ήταν απαραίτητο για την παρασκευή του ορείχαλκου, στον οποίο βασίζονταν και η ακμή των Μυκηνών. Είναι όμως βέβαιο ότι ο πολιτισμός, που αναδύθηκε από τους «σκοτεινούς» αυτούς αιώνες μετά τη Μυκηναϊκή παρακμή, βασίζονταν πλέον στις ποσότητες διαθέσιμου σιδήρου.

Από το 1600 π. Χ τα εύφορα εδάφη της Μεσοποταμίας και της Παλαιστίνης είναι γνωστό ότι είχαν γίνει πεδίο έντονων ανταγωνισμών μεταξύ των Αυτοκρατοριών της περιοχής. Μετά την κατάρρευση των μεγάλων δυνάμεων το 12ο π. Χ αιώνα, η Ασσυρία επανήλθε ως κυρίαρχη δύναμη, αλλά ηττήθηκε και αυτή με τη σειρά της από τη Βαβυλώνα. Τελικοί όμως νικητές αυτού του ανταγωνισμού ήσαν οι Πέρσες.
               
Μεταξύ του 1200 και 1050 π. Χ περίπου διαπιστώνεται ότι ένα κύμα πολιτικής αναταραχής σάρωνε τη Νοτιο-δυτική Ασία, που οφείλονταν στη μείωση της παραγωγής ορείχαλκου. Αυτό αποδυνάμωσε και τις κυρίαρχες δυνάμεις επιτρέποντας στους υποτελείς πληθυσμούς, όπως οι Αραμαίοι, οι Φιλισταίοι, οι Χαλδαίοι, οι Φρύγες και οι Πέρσες, να εγκαθιδρύσουν αυτόνομες ηγεμονίες στα ερείπια των παλαιών Αυτοκρατοριών της περιοχής. Η κατάσταση όμως αυτή επηρέασε και την περιοχή της Θράκης, που κατείχε κεντρική θέση στην Ευρασία.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις και τις αναφορές αρχαίων ιστορικών, φαίνεται να υπάρχει μια στενή σχέση των Θρακών και Φρυγών ή Βρυγών με την υπόλοιπη κεντρική Ελλάδα. Για τη σχέση αυτή αναφέρουν τόσο ο Ηρόδοτος (VII 73, VII 185 και VI 45), όσο και ο Θουκυδίδης, ο οποίος μας λέει (ΙΙ, 22) ότι η Φωκίδα κατοικούνταν κάποτε υπό των Θρακών, ενώ προσθέτει ακόμη ότι υπήρχε στην Αττική και τοποθεσία, που αποκαλούνταν «Φρύγια».
               
Ο Ελλάνικος αναφέρει ότι οι Θράκες εισέβαλαν κάποτε στο βασίλειο των Μινυών στη Βοιωτία και εξεδίωξαν τους κατοίκους προς την Αττική, ενώ μεταγενέστεροι συγγραφείς γράφουν, για σχέσεις των Θρακών με την Κεντρική Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.

Ο Στράβων συμπληρώνει επίσης, ότι οι ελθόντες με τον Εύμολπο Θράκες στην Αττική την κατέλαβαν και την κατείχαν, ενώ ο Θρακιώτης Τηρεύς κατείχε τη Δαυλίδα στη Φωκίδα. Σε άλλο σημείο αναφερόμενος στον Αριστοτέλη, λέγει ότι οι Θράκες αναχώρησαν από τον Άβαντα της Φωκίδας, για να εγκατασταθούν στην Εύβοια, ονομασθέντες εκεί Άβαντες. Ο ίδιος ιστορικός επίσης ισχυρίζεται ότι ο Κάδμος, ο βασιλιάς της Θήβας, απέκτησε τον πλούτο του από τη Θράκη και το Παγγαίο.
               
Ο Στέφανος Βυζάντιος μας αναφέρει ότι, ο καταγόμενος από τη Χαλκίδα σχολιαστής Λυκόφρων, ισχυρίζονταν ότι η Βοιωτική πόλη Ανθηδών ήτο Θρακικής προέλευσης, ενώ πολλά τοπωνύμια αποδεικνύουν τη σχέση των Θρακών και Φρυγών με την κεντρική Ελλάδα. Ο ίδιος επίσης ιστορικός, ο Στέφανος Βυζάντιος, αναφέρει τρείς πόλεις, που αποκαλούνταν «Νύσσαι», μία στη Θράκη, μία επί του Ελικώνα και μία στην Εύβοια, ενώ υπήρχε και περιοχή της Οίτης, που αποκαλούνταν «Φρυγία» ή «τα Φρύγια», στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Την  περιοχή αυτή την προσδιορίζει ο Θουκυδίδης στη θέση που έγινε η μάχη των Αμαζόνων. Τοπωνύμιο Γεράνεια, όπως στη Μεγαρίδα κατά τον ίδιο λεξικογράφο, υπήρχε και στη Φρυγία, ενώ κατά τον Πλίνιο και στη βορειοανατολική Θράκη. Αναφέρεται ακόμη ότι Φρύγες υπήρχαν και στην Αζανία της Αρκαδίας, απ’ όπου μερικοί από αυτούς πέρασαν στην Ασία και εγκαταστάθηκαν παρά τον ποταμό Πέγκαλα.
               
Ανάλογες ενδείξεις υπάρχουν και για την ύπαρξη Θρακών, Φρυγών και συγγενών προς αυτούς φύλων στη Θεσσαλία. Η πόλη των Αλώων παρά τα Θεσσαλικά Τέμπη, αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, ότι ιδρύθηκε από τους Αλευάδες, οι οποίοι εκδίωξαν από εκεί τους Θράκες βόρεια της Θεσσαλίας στην Πιερία. Από την περίοδο αυτή αρχίζει να ξεκαθαρίζει πλέον και η ιστορική διαδρομή των Θρακών -Φρυγών. Στην περιοχή αυτή, παρά τους πρόποδες του Βερμίου όρους, είχε ο βασιλιάς της Φρυγίας ο Μίδας τους περίφημους κήπους του. Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Στράβων, ο οποίος υποστηρίζει την ύπαρξη Φρυγών παρά το Βέρμιο όρος, αλλά και ενός ακόμη κλάδου τους στην Ήπειρο.

Τέλος, η μυθική εκστρατεία των αμαζόνων κατά της Αττικής, συσχετίζεται με τις παραδόσεις περί των Θρακών και των Φρυγών. Τον πόλεμο αυτό τον θεωρούσαν οι αρχαίοι ως αναμφισβήτητο γεγονός. Είναι όμως πολύ πιθανό οι μύθοι γι’ αυτόν να στηρίζονται σε επιδρομή κάποιου Θρακικού φύλου κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η αναφερόμενη επίσης στους επιχώριους μύθους συνάφεια με ορισμένους τόπους και μνημεία, αποδεικνύει ότι έχουν βάση τα περί αυτών μυθεύματα. Κατά τη μαρτυρία του Πλουτάρχου («Βίος Θησέως» 27) τάφοι των Αμαζόνων επιδεικνύονταν στη Θεσσαλία στην περιφέρεια της Κοττουσαίας, μέσα στην αρχαία αυτή πόλη και στις Κυνός Κεφαλές στη Βοιωτία, στην περιοχή της Χαιρώνειας. Από αυτό φαίνεται ότι μυθολογούνταν κάθοδος των Αμαζόνων από τη Θράκη στην Αττική δια της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας, αλλά δεν διευκρινίζεται αν αυτό το γεγονός είχε σχέση με τις ιστορούμενες εποικήσεις των Θρακών στη Βοιωτία και στην Αττική.                                                          

Ο Άγγλος Ιστορικός και αρχαιολόγος Casson εκτιμά ότι οι αμαζόνες έφθασαν στην Αττική δια ξηράς και τάφοι αυτών, σύμφωνα με την παράδοση, όπως αναφέρει, επιδεικνύονταν στην Κοττούσα, χωρίς να προσδιορίζει τη θέση της. Τετρώβολο επίσης, αποδιδόμενο στην Ποτίδαια, δείχνει κεφαλή Αμαζόνας, γι’ αυτό και ταυτίζει τη χώρα των αμαζόνων με τη Χαλκιδική. Από τα Πάρια Μάρμαρα η εκστρατεία των Αμαζόνων τοποθετείται στο 1256-1255 π. Χ. Στο μύθο αυτής της παράδοσης βλέπουμε να γίνεται μια αναφορά που σχετίζει τους τάφους τους με πόλη, η οποία ονομάζεται Κοττούσα.  Ο συνδυασμός όμως με τη Χαλκιδική, ενδεχομένως να φέρνει πιο κοντά την Κοττούσα την Οδομαντική μ’ αυτό το μύθο, διότι όπως υποστηρίζουν μερικοί ερευνητές, οι Αμαζόνες ήταν ιέρειες και οι εκστρατείες τους ή το κτίσιμο πόλεων από αυτές υποδήλωνε τη διάδοση και εγκατάσταση της λατρείας σεληναίων θεοτήτων.  Άλλοι όμως μυθολόγοι εκτιμούν ότι αφετηρία για τους μύθους περί των Αμαζόνων ήταν κάποια Σκυθικά έθιμα, τα οποία κατά μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων είχαν ως βάση τη γυναικοκρατία. Πιθανόν βέβαια να συνέβη και το αντίθετο, ώστε από το μύθο των Αμαζόνων να προέκυψε και το έθιμο της γυναικοκρατίας,  που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στη Θράκη και συνδέεται με τη μαμμή (μαία) γνωστή ως «Μπάμπω».

Σύμφωνα μ’ αυτά τα μυθικά δεδομένα, όπως τα διατήρησε η παράδοση, οι Θράκες εγκαταστάθηκαν κατά την προϊστορική περίοδο στην Αττική, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα και την Εύβοια υπό Θρακική δυναστεία, η οποία βασίλευσε στη Δαυλίδα ή και στον Ορχομενό. Θράκες επίσης υπήρξαν και στη Θεσσαλία, προ της εμφανίσεως των Θεσσαλικών οικογενειών και ίσως εξ αυτού του λόγου συναντάται και πόλη με τ’ όνομα Κοττούσα, όπου αναφέρεται από το Στράβωνα ότι υπήρχε και προϊστορικό μαντείο. Σύμφωνα με όσα ακολουθούν τις μετακινήσεις πληθυσμών, που παρατηρούνται και σήμερα, η ίδρυση νέων πόλεων έχει κάποια πολιτισμική συγγένεια με την παλιά. Γι’ αυτό είναι πολύ λογικό η πόλη αυτή της Θεσσαλίας να συνδέεται με την Κοττούσα την Οδομαντική. Η περιοχή παρά τον Όλυμπο είναι γεμάτη με παραδόσεις περί των Φρυγών, οι οποίοι ήταν και αυτοί βέβαια Θράκες, ενώ ίχνη τους συναντώνται και στο Σιδηρόκαστρο,. Ο Ηρόδοτος όμως, όπως και ο Θουκυδίδης δεν μας δίδουν καμιά εξήγηση. Ο Στράβων αποπειράται να δώσει κάποια απάντηση ως ένα βαθμό, εξετάζοντας την παράδοση αυτή από εθνολογική και ετυμολογική πλευρά, κάνοντας ταυτοποίηση των τοπωνυμίων.

Με την ίδια λογική, ο Αριστοτέλης σημειώνει, ότι η πόλη Άντανδρος της Μυσίας στη Μικρά Ασία ήταν γνωστή ως Ηδωνίς, ιδρυθείσα κάποτε υπό των εκ Θράκης Ηδώνων, που κατοικούσαν περί το Παγγαίο όρος. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει Νίκαια στη Βιθυνία, η οποία ιδρύθηκε από Βοιωτούς και επαρχία «Φυλλίς» στη Βιθυνία και στο Παγγαίο. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές προκύπτει ότι, οι Φρύγες εκστράτευσαν κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους από την Ελλάδα και τη Θράκη στη Μικρά Ασία, ενώ στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν και οι Τρώες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Πρίαμος, όταν ακόμη ήταν παιδί (Ομήρου «Ιλιάς» Γ΄ 188-189) «και γαρ εγών επίκουρος εών τοίσιν ελέχθην ήματι τω ότε τα’ ήλθον Αμαζόνες αντιάνειραι». Η εκστρατεία αυτή τοποθετείται περί το 1260 π. Χ, ενώ η κάθοδος των Θρακών στην Αττική κατά την εποχή του Ευμόλπου εκτιμάται ως προγενέστερη αναγόμενη κατά τα «Πάρια μάρμαρα» στο 14ο π. Χ αιώνα.

Πολλά χρόνια μετά, πληροφορούμεθα και για εκτοπίσεις πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία, όπως η αναφερόμενη από τον Ηρόδοτο μετακίνηση των Σιρο-Παιόνων από το Μεγάβαζο, το στρατηγό του Δαρείου, τον 5ο π.Χ αιώνα. Βέβαια όλα αυτά ήταν γνωστά, αλλά κανένας προ του Στράβωνα δεν διατύπωσε κάποια θεωρία. Στο Στράβωνα οφείλεται για πρώτη φορά επίσης, η διατύπωση της Θρακο-μυσικής θεωρίας, κατά την οποία υπήρχε γεωγραφική ενότητα μεταξύ του ανατολικού ημίσεως της Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας, με προεκτάσεις δυτικά προς την Αδριατική (οι Βρύγοι της Ηπείρου) και ανατολικά μέχρι την Αρμενία.   

Εξήγηση για τις προϊστορικές αυτές μετακινήσεις θα δώσει ασφαλώς η αρχαιολογική έρευνα, διότι τα μέχρι σήμερα συμπεράσματα, για την προϊστορία της Θράκης και την περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα, πρέπει να θεωρούνται προσωρινά και επιδεκτικής τροποποίησης ή επιβεβαίωσης, κατόπιν νεοτέρων ανασκαφικών ερευνών. Η επικοινωνία των Θρακών με τους υπόλοιπους Έλληνες, κατά τους μυθικούς χρόνους αναφέρεται στους μύθους, αλλά φαίνεται να γίνεται πυκνότερη και να αυξάνει από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Έφθασε μάλιστα στο αποκορύφωμά της από τον 8ο π. Χ αιώνα, όταν η Θράκη και ιδίως η Θρακική Χερσόνησος, όπως αποκαλούνταν η Βαλκανική, η οποία ήλεγχε το Ευρωπαϊκό τμήμα του στενού του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου, ν’ αποτελέσει σταθμό των Αιολέων και των Αχαιών, κατά τη μετανάστευσή τους στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, εξ αιτίας της επιδρομής των Δωριέων στην Πελοπόννησο.

Μετά την ίδρυση των πρώτων αποικιών ακολούθησε κατά τον 8ο π. Χ αιώνα ο πυκνός αποικισμός της Χερσονήσου, όπως αποκαλούνταν το προς νότο πρόχωμα της Θράκης, από τους Χαλκιδείς της Εύβοιας, η οποία ονομάστηκε εξ αυτού του λόγου Χαλκιδική. Τότε κτίστηκε και η Ηιών παρά τις εκβολές του Στρυμόνα, που χρησιμοποιήθηκε κατόπιν ως επίνειο της Αμφίπολης.

Ίωνες και κυρίως Πάριοι, πέρασαν δια μέσου της Θάσου στη Θράκη, ενώ ακολούθησε μεταξύ του 750 και 550 π. Χ, μετά την άλωση των Σάρδεων από τον Κύρο τον πρεσβύτερο (546 π. Χ) και την καθυπόταξη της χώρας τους από τους Πέρσες, αθρόα συρροή Ελλήνων, κυρίως Ιώνων από τη Μικρά Ασία,.

Οι Ίωνες ίδρυσαν στην αρχή μάλλον γεωργικές αποικίες και κατόπιν εμπορικές. Έτσι ιδρύθηκαν την περίοδο αυτή, κατά μήκος της παραλίας οι πόλεις Κερδύλιο και η Αμφίπολη, πάνω από την εκβολή του Στρυμόνα, η Φάγρης επί υψώματος ανατολικά του κόλπου Ορφανού, Στρυμονικού ή Πιερικού, η Καρία, 3 1/2 χλμ ανατολικά του ίδιου κόλπου, η Πέργαμος και η Φαιστός στην Πιερία κοιλάδα (κοιλάδα Μουσθένης) κλπ. Στην ενδοχώρα όμως, υπήρχαν λίγες γνωστές πόλεις, με πιο γνωστή τη Βέργη στη λεκάνη των Σερρών, παρά την Κερκινίτιδα λίμνη (Αχινού). 

Γενικά, η περιοχή, που σήμερα αποκαλείται Θράκη, με το τμήμα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρίας (Ανατολική Ρωμυλία), οφείλει τη σημερινή διοικητική της οριοθέτηση στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Η έκταση αυτή αποτελεί μέρος μόνο της περιοχής, η οποία περιλάμβανε τα προϊστορικά και ιστορικά εδάφη των Θρακών.

Οι Θράκες, ήταν ένα εθνοτικό αμάλγαμα πολλών διαφορετικών φύλων, που αφομοιώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας μακρόχονης περιόδου. Η Θράκη μέχρι το Στρυμόνα ποταμό, κατείχε γεωστρατηγική θέση, όπως και σήμερα. Σε περιόδους μεγάλων κλιματολογικών αλλαγών γίνονταν το σταυροδρόμι μεταναστευτικών ρευμάτων τόσο από την Ασία προς την Ευρωπαϊκή Ήπειρο, όσο και από βορρά προς νότο,. Η απουσία δε φυσικών φραγμών και η κοινή κτηνοτροφική οικονομία επέτρεπαν την εύκολη ανάμειξη, ειρηνική ή όχι, με το εντόπιο στοιχείο.

Κατά τον αρχαιολόγο και ερευνητή, R.F. Hoddinott, νεολιθικοί αγρότες από την Εγγύς Ανατολή φτάνοντας με τα πόδια στις ακτές του Μαρμαρά, προωθήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Καρπαθοβαλκάνια περιοχή κατά το τέλος της έβδομης μέχρι την έκτη χιλιετία. Μετακινούμενοι πιθανόν και δια θαλάσσης εγκαταστάθηκαν στη βόρεια και στη βορειοδυτική ακτή του Αιγαίου, λόγω των νέων δυνατοτήτων, που τους προσέφεραν οι εύφορες πεδινές εκτάσεις της νοτιοανατολικής Ευρώπης κατά την περίοδο του μεταπαγετώδους Ατλαντικού κλίματος.

Οι νεοφερμένοι αυτοί έμπειροι αγρότες, με ώριμη κοινωνική δομή, εξαπλώθηκαν κατά μήκος της βόρειας ακτής του Αιγαίου στην Ανατολικά του Στρυμόνα περιοχή μέχρι τη Θεσσαλία, στη Θρακική πεδιάδα, στην ορεινή περιοχή της Σαρδικής (Σόφιας), στις κοιλάδες του Βαρδάρη και του Μοράβα, στην κοιλάδα του κάτω Δούναβη, στην Τρανσυλβανία και βόρεια του Δέλτα του Δούναβη. Οι διάφοροι πρώιμοι αυτοί πολιτισμοί είχαν τη δική τους ταυτότητα σε κάθε εδαφικό διαμέρισμα, αλλά διατήρησαν ως βάση τις αγροτικές τους οικονομίες, τις κοινωνικές τους οργανώσεις, τις τέχνες και τις ανθρωπομορφικές τους λατρείες, στις οποίες τονίζονταν έντονα η γονιμότητα.

Σε ιδιαίτερα εύφορες περιοχές, πολλοί οικισμοί διατηρήθηκαν στις ίδιες τοποθεσίες, οικοδομώντας σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, πάνω σε αλλεπάλληλα στρώματα ερειπίων, που υψώνονταν ως τεχνητοί λοφίσκοι (τέλ). Οι λόφοι αυτοί μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση κατά τη διάρκεια δύο και πλέον χιλιετιών της νέολιθικής και χαλκολιθικής περιόδου, φθάνοντας ακόμη μέχρι και την εποχή του χαλκού.

Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των πρώτων αυτών κατοίκων, φαίνεται να συνδέθηκε με τη λατρεία κερασφόρων ζώων, κυρίως βοοειδών, αλλά και προβάτων, που συμβολίζονταν συνήθως με τα κέρατά τους, ενώ στην ύστερη χαλκολιθική εποχή, κέρατα και ηλιακά σύμβολα εμφανίζονται μαζί.

             Ανάγλυφο ανθρώπινου κερασφόρου κεφαλιού από την Τροία Ι, το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες με ειδώλια
που βρέθηκαν στην περιοχή της Βαλκανικής.

Η τρίτη φάση του ποιμενικού αυτού πολιτισμού ήταν και η πλέον μακρόχρονη, διότι οι οικισμοί κτίζονταν πλέον σε φυσικά οχυρωμένες τοποθεσίες, ενώ οι ποικιλία των ταφικών τελετουργιών, που περιλάμβανε τύμβους και επίπεδους τάφους, μαρτυρά τη μικτή καταγωγή των κατοίκων της κάθε περιοχής. Η ταφική τελετουργία περιελάμβανε τον ενταφιασμό σε συνεσταλμένη θέση μέσα σε λίθινες λάρνακες, που πολλές από αυτές ξανανοίγονταν για μεταγενέστερες ταφές. Κτερίσματα σε τάφους στην περιοχή της Θράκης, τα οποία συνόδευαν τον ενταφιασμό των νεκρών, υποδηλώνουν προμήθειες, για τη μεταθανάτια ζωή και οπωσδήποτε αποτελούσαν μέρος κάποιας τελετουργικής διαδικασίας.

Όπως το τέλος της Χαλκολιθικής εποχής, έτσι και οι τελευταίοι αιώνες της πρώιμης εποχής του Χαλκού, αποτέλεσαν περιόδους συγκέντρωσης μεγάλου πλούτου από τους τοπικούς άρχοντες. Αυτό διαπιστώνεται και από Βασιλικούς τάφους, που βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές της ανατολής, αλλά και το θησαυρό που ανακάλυψε ο Σλήμαν στην Τροία της περιόδου ΙΙg. Χρυσά αγγεία άλλωστε στο Μουσείο Μπενάκη των Αθηνών από την Εύβοια απεικονίζουν καθιερωμένη παράδοση χρυσοχοϊας και πρόσβαση σε πλούσιες πηγές χρυσού.

Παρατηρείται όμως και μια ετυμολογική σχέση του ονόματος Κοττούσα με τη Χαττούσα (Καττούσα), την πρωτεύουσα των Χετταίων, αν δεχθούμε ότι το αριθμητικό στοιχείο Χ, εισήλθε στο ελληνικό αλφάβητο ως εξέλιξη του υπερωικού φθόγγου ΚΗ (1100-900 π.Χ) , QH ή ακόμη μεταγενέστερα (600 π.Χ) και του γράμματος Κ.


Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ: ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ: ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΡΟΥΠΕΛ ΣΥΜΒΟΛΟ ...

ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ: ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ: ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΡΟΥΠΕΛ ΣΥΜΒΟΛΟ ...: ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ: ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΡΟΥΠΕΛ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝ... : ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΡΟΥΠΕΛ ΣΥΜΒΟΛΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΩΝ      ...
ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ Η ΜΥΘΙΚΗ ΚΟΤΤΟΥΣΑ

 

                                                                                                                      Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος

Ο άνθρωπος, από την ημέρα που εμφανίστηκε στη γη, στην προσπάθειά του να εξηγήσει όσα συνέβαιναν γύρω του έδινε ιδεολογική μορφή σ’ αυτά και τα ερμήνευε ως υπερφυσικά, αφού κυριαρχούσαν πάνω του λόγω της πρωτόγονης φύσης του. Στα πολλαπλά ερωτήματα, για τη δημιουργία του κόσμου και των φυσικών φαινομένων, ανέπτυσσε  φιλοσοφικές σκέψεις και θεωρίες, πλάθοντας με τη φαντασία του ακόμη και μύθους, τους οποίους συνέδεε πάντοτε με το περιβάλλον που ζούσε. Αδυνατώντας να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα και αισθανόμενος αδύναμος μπροστά σ’ αυτά, άλλοτε τα θεοποιούσε και άλλοτε κατέφευγε παρακλητικά στη δύναμη του ανώτερου και υπερβατικού Όντος, το οποίο τα εκπροσωπούσε, πλάθοντας μύθους και για τη δημιουργία του Σύμπαντος κόσμου.

Ο διάσημος κοινωνιολόγος και ερευνητής Durkheim, μελετώντας τη φυλετική ομάδα των Arounda της κεντρικής Αυστραλίας  παρατήρησε έναν φανερά διπλό συμβολισμό του τοτέμ (ιερό σύμβολο της φυλής), με απόκλιση τόσο στο γένος (με τη σημασία της φυλετικής εξάρτησης), όσο και στο ιερό, με τη σημασία του καθαρού, του σεβαστού, του απρόσιτου, που βρίσκεται έξω από τις σφαίρες της χρονικότητας, της τοπικότητας και της συναλλαγής. Έτσι ενοποίησε τις αποκλίσεις και δέχτηκε πως: “ιερό (Θεός, θεότητα) και κοινωνική ομάδα (φυλή, γένος, πατριά) είναι ένα και το αυτό πράγμα”. 
                  
  
1. Χάρτης με τα γνωστά Αρχαία  Ιερά και Μαντεία στην Ελλάδα και την Ιωνία

Ο Πλάτων στον Τίμαιο (Κοσμολογία 27-41), υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι αντίτυπο του αιώνιου υποδειγματικού προτύπου, που δημιουργείται από το Θεό. Σύμφωνα με τις αρχές που αναλύει, εκτιμά ότι, ένας είναι ο δημιουργός, ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο και ένα είναι το πρότυπο, το οποίο έχει ανεξάρτητη ύπαρξη από το δημιουργό, στη βάση του οποίου δημιουργείται ο κόσμος. Ο κόσμος αυτός είναι μια εικόνα του αιώνιου και αναλοίωτου προτύπου, το οποίο παραμένει επίσης αμετάβλητο και ακίνητο, ενώ το αισθητά δημιουργούμενο σύμπαν βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.

Στη σύνδεση αυτή του Θείου, με την κοινωνική ομάδα στο καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση, αναφέρεται ο Ξενοφάνης, ο οποίος γράφει ότι: «Οι Αιθίοπες παρουσιάζουν τους Θεούς τους πλατσομύτηδες και μαύρους, ενώ οι κάτοικοι της Θράκης τους θέλουν γαλανομάτηδες και ξανθούς. Και τα βόδια, λέγει παρακάτω, αν είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, θα παρίσταναν τους Θεούς τους «βοδινούς». Από τον Ξενοφάνη συμπεραίνουμε ότι οι Θράκες ήταν γαλανομάτηδες και ξανθοί, χαρακτηριστικό, που έχουν μέχρι σήμερα οι πομάκοι της περιοχής, εξισλαμισθέντες Χριστιανοί, απόγονοι των Αγριάνων, οι οποίοι θεωρούνται ως οι παλαιότεροι μόνιμοι κάτοικοι της. Το θρησκευτικό φαινόμενο συνεπώς, μέσα από τις θεσμικές του μορφές, συνδέεται άμεσα και πολλαπλά με όλο το πλέγμα των κοινωνικών διαρθρώσεων, επιδρώντας πάνω σ’ αυτές, ενώ  δέχεται παράλληλα και τις επιδράσεις αυτών.

Οι κοσμογονίες των πρωτόγονων ανθρώπων είναι γενικά πολύ αόριστες και δεν μπορούμε να συναγάγουμε ακριβή διδάγματα. Οι άνθρωποι όμως αυτοί είχαν περισσότερο θρησκευτικούς θεσμούς, παρά μια ολοκληρωμένη θρησκεία. Πάνω στους θεσμούς αυτούς στηρίχθηκε ο λειτουργισμός και ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος από την πρωτόγονη του μορφή μέχρι σήμερα, λάτρεψε το Θεό, ο οποίος αποτέλεσε το πρότυπο των κοινωνικών του εκδηλώσεων, ενώ έγινε παράλληλα και ο ίδιος παράγωγο κοινωνικών διαδικασιών. Πολλοί κοινωνιολόγοι διαπιστώνουν ότι, ο ανθρωπολογικός και εθνολογικός χαρακτήρας της θρησκείας συνδέεται με σειρά συλλογισμών, που προϋποθέτουν σχέσεις ανάμεσα στη θρησκεία και τις τοτεμικές πίστεις. Η κοινωνιολογική αυτή ερμηνεία αιτιολογεί και την παρουσία της θρησκείας ως κοινωνικό αίτημα ορισμένων ιστορικών στιγμών.
                 
Το δέος, για το ανώτερο και το υπερβατικό ήταν ένα από τα πιο σημαντικά συναισθήματα, σε όλη την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου. Το συναίσθημα αυτό, απέναντι στο μεγαλείο της  φύσης και της δημιουργίας του σύμπαντος, συνδέεται όχι μόνο από το φόβο του θανάτου, αλλά και από μια σειρά συγκριτικών συλλογισμών, που σταματούν τη λειτουργία του ανθρώπινου μυαλού. Δεν φοβόμαστε από τα φυσικά φαινόμενα, αλλά από τις δοξασίες ή αντιλήψεις που έχουμε γι’ αυτά. Ο φόβος, σύμφωνα με την κοινωνιολογία, ως έκφραση ψυχισμού, παράγει και πλέγματα ενοχής, τα οποία προκαλούν ανάλογες προσεγγίσεις ή απωθήσεις προς το «ιερό». Με ανάλογες εσωτερικές συναρτήσεις συνδέεται  ακόμη και η σκοπιμότητα αποδοχής από τις πρωτόγονες κοινωνίες του «ταμπού» (απαγορευμένου), με τις δύο πραγματικές του λειτουργίες, οι οποίες συνδέονται με τη σχηματοποίηση και τις συμβολικές μορφές του «ιερού», για την προστασία του ανθρώπου.  Μέσα επίσης, από το υποσυνείδητο του ανθρώπου, ο φόβος αναζητά τη μαγεία και τη δυνατότητα να ξεπεράσει τα σύνορα, που χωρίζουν το πραγματικό από το φανταστικό. Έτσι, ακόμη και σήμερα, στις σύγχρονες μονοθεϊστικές θρησκείες και σε περιόδους θρησκευτικών κρίσεων, σχετικοποιήσεων και αποπροσανατολισμών, το «υπερφυσικό» αντιμετωπίζεται, όπως κι από την πρωτόγονη συνείδηση, ως ένα σύνολο δυνάμεων με μαγικό χαρακτήρα.
               
Με βάση αυτά τα δεδομένα όπως και άλλα στοιχεία, που θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν, υπάρχουν ακόμη και σήμερα σ’ ένα μεγάλο αριθμό σύγχρονων, αλλά με ποιμενικό τρόπο διαβιούντων ανθρώπων διάχυτα μαγικά στοιχεία, που είναι προϊόντα φόβου, δεισιδαιμονικών και συγκριτιστικών τάσεων ή και εντυπωσιακών επιτευγμάτων της τεχνοποιημένης λογικής, που συνδέονται σε λεπτομέρειες ή και στο σύνολο με το υπερβατικό και το μεταφυσικό.
               
Η «θρησκεία», κατά τον Freud, (Φρόϊντ), έχει τις ρίζες της σε μια αξεπέραστη αδυναμία του ανθρώπου ν’ αντιμετωπίσει τις εσωτερικές πιέσεις των ενστίκτων του και τους εξωτερικούς καταναγκασμούς «ταμπού» (απαγορεύσεις) της κοινωνίας και της φύσης. Είναι πολύ λογικό συνεπώς, ο πρωτόγονος άνθρωπος πριν από χιλιάδες χρόνια, να συνέδεε τη λατρεία του θείου όχι μόνο με την κοινωνική του διάσταση, αλλά και με το δέος, που προκαλούσαν σ’ αυτόν η φύση και τα φυσικά της φαινόμενα.

Οι συμπεριφορές της κοινωνίας των Θεών αναφέρονται από τους μύθους, ως ανάλογες ή ταυτισμένες με τις ανθρώπινες αδυναμίες, με πιο σημαντική τον πόλεμο. Ο πόλεμος ήταν και είναι μια μορφή κοινωνικής εκδήλωσης, που συνδέθηκε με το Θείο και άρχισε να εμφανίζεται από την ημέρα που ο άνθρωπος οργανώθηκε σε κοινωνίες. Τόσο εκείνοι οι οποίοι κηρύσσουν τον πόλεμο, όσο και εκείνοι που τον δέχονται, επικαλούνται πάντοτε ένα ιερό χαρακτήρα, γι’ αυτό και το διεθνές δίκαιο συναντάται να πρωτοπαρουσιάζεται κυρίως ως θεολογικό. Οι ιερείς επίσης, είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόζουν το διεθνές δίκαιο και πρωτοστατούν στις θρησκευτικές τελετές, με τις οποίες αρχίζει και τελειώνει ο πόλεμος. Η εξέλιξη επίσης των εχθροπραξιών είναι αναμεμειγμένη με οιωνούς, με θαύματα, με όνειρα, με προσευχές και αναθέματα. Έτσι ο άνθρωπος αποβάλλοντας τον ατομοκεντρικό και οικογενειακό τρόπο ζωής, οργανώνεται σε κοινωνίες, για να κερδίσει την κοινωνική αλληλεγγύη, τη συνοχή και την ασφάλειά του. Παράλληλα όμως γνωρίζει και κάτι πιο χειρότερο, τον πόλεμο.

Μέσα στα πλαίσια αυτού του πρωτόγονου λειτουργισμού και της λατρείας προς το Θείο, είναι βέβαιο ότι εντάχθηκε οπωσδήποτε από τον πρωτόγονο άνθρωπο και η επιβλητική, μυστηριακή περιοχή του Σιδηροκάστρου. Οι απόκρημνοι βράχοι, που δεσπόζουν πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Κρουσοβίτη, προκαλούν ακόμη και σήμερα το δέος στο σύγχρονο άνθρωπο. Ποιά δύναμη τους σμίλεψε και πόσες χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τη δημιουργία τους; Ερωτήματα συνδεδεμένα με συναισθήματα δέους και φόβου, που δίνουν παράλληλα στον άνθρωπο και την αίσθηση του μικρού του μεγέθους στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, στο μεγαλείο της φύσης, στη δύναμη των φυσικών φαινομένων, στο μέγεθος του χρόνου και στην ανώτερη δύναμη του Θεϊκού όντος,. Δέος ανάλογο με αυτό, που αισθανόμαστε, όταν το βράδυ στρέφουμε το βλέμμα μας στον ουρανό. Πως όμως εξήγησαν με τη φαντασία τους όλα αυτά και πως συνέδεσαν αυτό το περιβάλλον οι άνθρωποι, που πέρασαν και έζησαν σ’ αυτό τον τόπο, με το ανώτερο, το θείο και το υπερβατικό; Πως επέδρασε στον πολιτισμό τους; 

Οι πολιτισμοί στην περιοχή, συμβάδιζαν οπωσδήποτε κι’ αυτοί κάθε φορά, με την επικρατούσα ιδεολογία περί του Θείου και των συνθηκών που επικρατούσαν σε κάθε χρονική ιστορική περίοδο. Κάποτε βέβαια πέθαιναν κι’ αυτοί, εξ αιτίας της μετακίνησης πληθυσμών ή άλλων κοσμο-ιστορικών γεγονότων. Οι άνθρωποι όμως, ανάλογα με τις αντιλήψεις κάθε εποχής, συνέχιζαν πάντοτε να ζουν και να επηρεάζονται από τους μύθους, την παράδοση και το περιβάλλον του τόπου, που γεννήθηκαν και κατοικούσαν. Πάνω στον τρόπο που λάτρευαν τις θεϊκές δυνάμεις έκτιζαν στη θέση των παλιών τους νέους πολιτισμούς. Το φυσικό όμως περιβάλλον, το οποίο παρέμενε αναλλοίωτο, συνδέονταν με τις νέες ιδέες και επιρροές που δέχονταν οι ντόπιοι από νέους εποίκους, που διαμόρφωναν ανάλογα και τους χαρακτήρες, τον τρόπο της ζωής και τα ήθη ή τα έθιμα των κατοίκων της περιοχής.

Τα εναπομείναντα λίγα ιστορικά μνημεία, λόγω των συχνών επιδρομών, που δέχονταν  η περιοχή του Σιδηροκάστρου, εξ αιτίας της γεωστρατηγικής της θέσης, δεν μας διαφωτίζουν επαρκώς. Υπάρχουν όμως τα σπήλαια ή οι λαξευμένοι βράχοι, οι οποίοι μαρτυρούν για την ανάπτυξη στην περιοχή ενός πρωτόγονου πολιτισμού, που μας οδηγεί πολλά χρόνια πίσω από τη γνωστή μας ιστορία.
               
Οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν και αυτές τελείως διαφορετικές από τις σημερινές. Απολιθώματα ζώων, τα παλαιότερα που βρέθηκαν στη θέση Πεύκα της Θερμοπηγής το καλοκαίρι του 1997 μας γυρίζουν πίσω επτά χιλιάδες χρόνια. Η ανακάλυψη όμως αυτή, μας οδηγεί και στο συμπέρασμα ότι η ζέστη πρέπει να ήταν τότε αποπνικτική και η υγρασία αφόρητη σ’ αυτό τον τόπο, ο οποίος έμοιαζε θα λέγαμε με Αφρικανική σαβάνα.
               
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα δοθεί από την αρχαιολογική έρευνα, η οποία δυστυχώς έμεινε πολύ πίσω.  Όπως παραδέχονται πολλοί ξένοι αρχαιολόγοι, στη Χερσόνησο του Αίμου δεν έγιναν αρχαιολογικές ανασκαφές, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων κατά τα τελευταία έτη. Αντίθετα η προϊστορία της Μικράς Ασίας και της Πελοποννήσου άρχισε να μελετάται από το 1871, ενώ της Κρήτης από το 1896. Οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στη Βουλγαρία και τη Σερβία άρχισαν μόλις το 1908, ενώ στη Θράκη και τη Μακεδονία συστηματικά και προγραμματισμένα από το 1970.


2. Οι ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή των Σπηλαίων στο Μαύρο Βράχο του Σιδηροκάστρου

Οι Αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή του Σιδηροκάστρου, οι οποίες ξεκίνησαν καθυστερημένα, περιορίστηκαν μόνο στην ιστορική εποχή των Μακεδονικών και Ρωμαϊκών χρόνων, ενώ οι προϊστορικές έρευνες βρίσκονται σε νηπιακό στάδιο. Η προϊστορία συνεπώς αυτού του τόπου είναι στο μεγαλύτερο της μέρος άγνωστη, γι’ αυτό και ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στον ερευνητή.

Τα ελληνικά φύλα των Θρακών, δεν περιορίζονταν μόνο στην περιοχή της σημερινής νοτιο-δυτικής (Ελληνικής) Θράκης. Απλώνονταν όπως είναι γνωστό, στην περιοχή νότια του Αίμου έως το Αιγαίο και ανατολικά του Στρυμόνα έως τον Εύξεινο Πόντο. Η σύνδεση συνεπώς αυτού του τόπου με τη μυστηριακή διάσταση της ιστορίας της Θράκης, τις λατρείες των Θεών της, τα μυστήρια της Διονυσιακής λατρείας και τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα προς τη Βαλκανική από την Ασία και τις στέπες του Καυκάσου είναι δυνατόν με τη μέθοδο του ιστορικού συσχετισμού να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα.

Το φύλο των Παιόνων, το οποίο κατοικούσε την περιοχή αυτή, κατά τους Ομηρικούς χρόνους (12ος π.Χ αι.) αναφέρεται ότι βοήθησε τους Τρώες να υπερασπιστούν την πόλη τους, αλλά δεν είναι γνωστό, αν ήταν Πελαγόνες, Ιλλυριοί, Θράκες ή άλλο φύλο.   Η Σίρρις, η σημερινή πόλη των Σερρών και η Κοττούσα, αναφέρονται ως οι δύο σημαντικότερες πόλεις της Οδομαντικής Ηδωνίδος. Ο Ηρόδοτος (5ος π.Χ αι) ονομάζει την πόλη των Σερρών, Σίρριν την Παιονικήν, ενώ ο Λίβιος (59 π.Χ – 17 μ. Χ) Σίρριν την Οδομαντικήν.  Ο διάσημος Γερμανός ερευνητής και Γεωγράφος Ερρίκος Κίππερτ, τοποθετεί τη θέση της Αρχαίας Κοττούσας της Οδομαντικής στη σημερινή θέση του Σιδηροκάστρου.

Ίχνη προϊστορικού οικισμού, που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του Μαύρου Βράχου του Σιδηροκάστρου, τα οποία χρονολογήθηκαν με τη μέθοδο του άνθρακα διαπιστώθηκε ότι προέρχονται από τη νεολιθική εποχή (3.500 χρόνια π.Χ). Όπως παραδέχονται οι αρχαιολόγοι, στην περιοχή του σημερινού Σιδηροκάστρου υπήρχε από την εποχή αυτή μια κατοίκηση σταθερή και οργανωμένη μέσα σε ιδανικό περιβάλλον για την τροφή του ανθρώπου, με πηγές, νερά και κυρίως δύσκολη πρόσβαση, που εξυπηρετούσε την ασφάλεια των κατοίκων της. Την πλούσια αυτή περιοχή, η οποία βρίσκεται πάνω σε μια στρατηγική θέση, ανάμεσα σε βορρά και νότο, που φράζει μέχρι  σήμερα με τον ποταμό Στρυμόνα τα περάσματα από τη δύση προς την ανατολή ή αντίστροφα και προσφέρει όλα τα αγαθά για τη συντήρηση του πρωτόγονου ανθρώπου, είναι λογικό να τη διεκδικούσαν διάφορα Ελληνικά και βαρβαρικά φύλα.

Η μυθολογία της, όπως όλη η ιστορία της Θράκης και της Μακεδονίας, έχει τη δυναμική πολυμορφία με όλα τα σταθερά και διακριτά στοιχεία του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, το οποίο διαμόρφωσε έναν πολιτισμό με οικουμενική διάσταση. Στην περιοχή της Θράκης, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους και των άφθονων νερών, ο πολιτισμός ήταν ποιμενικός και περισσότερο μυστηριακός, επειδή συνδέονταν με τη φύση και λιγότερο πνευματικός. Ήταν νομαδικός, γι’ αυτό δεν ήταν περιχαρακωμένος σε σύνορα. Πολλά από τα έργα, όσων έγραψαν ή ασχολήθηκαν με την ιστορία της περιοχής αυτής καταστράφηκαν ή χάθηκαν, λόγω των συχνών επιδρομών, που δέχονταν, αλλά και τη στροφή κυρίως των κατοίκων της προς άλλα ενδιαφέροντα. Έτσι μόνο μερικούς τίτλους τέτοιων έργων γνωρίζουμε, ανάμεσα στα οποία αναφέρεται και το απολεσθέν έργο του Αισχύλου «Ηδωνοί». Τα ελάχιστα στοιχεία, προέρχονται κυρίως από τις σποραδικές μαρτυρίες των κλασσικών Ελληνικών έργων ή Λατίνων συγγραφέων και αυτά τις περισσότερες φορές αντιφατικά.


6. Χάρτης της περιοχής του ποταμού Στρυμόνα με τα Θρακικά φύλα, κατά τον 12ο και 4ο  π.Χ αιώνα

Από τους αρχαίους, τους Βυζαντινούς και τους νεότερους συγγραφείς, κανένας δεν μας άφησε λεπτομερή στοιχεία. Οι ελάχιστοι, που ασχολήθηκαν κατά την αρχαιότητα πιο διεξοδικά, κάνοντας αναφορά στη ζωή των κατοίκων της περιοχής αυτής, δεν μας δίδουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη σκοτεινή εποχή των προϊστορικών, Ομηρικών, Αρχαϊκών, κλασσικών, Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Μέσα όμως από τη μυθολογία και από πηγές για τα πολιτισμικά στοιχεία της ιστορικής εξάπλωσης των πρώτων Ινδοευ-ρωπαϊκών και Θρακικών  φύλων ή από αναφορές, που γίνονται για την περιοχή, είναι δυνατή η σύνθεση της προϊστορικής διαδρομής της Παραστρυμόνιας περιοχής του Σιδηροκάστρου, όπου κατά την άποψη ιστορικών γεωγράφων βρίσκονταν και η θέση της αρχαίας Κοττούσας.



ΟΙ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΡΑΚΕΣ

ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤΡΥΜΟΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

                                                                                      Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος

               
Από τον 1ο μ.Χ αιώνα υπάρχουν ιστορικά τεκμήρια, τα οποία αποκαλύπτουν την ύπαρξη λαών, που μιλούσαν γλώσσες, οι οποίες συγγένευαν μεταξύ τους. Οι λαοί αυτοί ή φύλα, ήταν εγκατεστημένοι από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τις Ινδίες, γι’ αυτό και αποκαλούνται Ινδοευρωπαϊκοί. Η προέλευση των γλωσσών, που μιλούσαν οι Ινδοευρωπαϊκοί αυτοί λαοί, όπως εκτιμάται, ανάγεται σ’ ένα κοινό πρόγονό τους, την πρωτο- Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, η οποία ομιλούνταν στην Ευρασία πριν από 6.000 χρόνια.

Η πρωτο-ινδοευρωπαϊκή αυτή γλώσσα, αναπτύχθηκε πιθανόν από τις γλώσσες, που μιλούσαν κοινότητες κυνηγών και ψαράδων στην περιοχή του Πόντου και της Κασπίας, οι οποίες σταδιακά, με την εξημέρωση του αλόγου και την εκμετάλλευση της ανοιχτής στέπας, άρχισαν να επεκτείνονται δυτικότερα προς τη Βαλκανική, την υπόλοιπη Ευρώπη και την Ασία.

Ο κατακερματισμός της Βαλκανικής, τα μεταγενέστερα χρόνια, περιλάμβανε τις ευρύτερες  «εθνοτικές» ενότητες των Θρακών, των Δακών, των Γετών και των Ιλλυριών, οι οποίες με τη σειρά τους υποδιαιρούνταν σε αναρίθμητες μικρότερες φυλές και φυλετικά μορφώματα. Αυτό όμως, που απασχολεί συχνά τους σύγχρονους επιστήμονες είναι η ακριβής γεωγραφική τοποθέτηση αυτών των φυλών και η ένταξή τους σε μια μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα ή η σχέση τους με λαούς, που φέρουν τα ίδια ονόματα, στη γειτονική Μικρά Ασία. 

Οι Θράκες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, ήταν ένα πολυπληθές Ινδοευρωπαϊκό φύλο, χωρισμένο σε πολλές αυτόνομες πληθυσμιακές ομάδες, με ιδιαίτερα τοπικά ονόματα. Το φύλο αυτό, το οποίο περιγράφει ο Ηρόδοτος ως το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο στη γη μετά τους Ινδούς, που κατοικούσε στο ανατολικό ήμισυ των Βαλκανίων, δυστυχώς δεν έχει αφήσει κανένα σύγχρονο απόγονο της γλώσσας του. Μόνο δύο επιγραφές, αμφισβητούμενης και αυτές ερμηνείας, περιορίζονται σε σχόλια για ονόματα φυτών, ενώ υπάρχει και μια αφθονία ονομαστικών στοιχείων, ονόματα λαών και τοπωνύμια. Είναι γνωστό όμως, ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Θράκες και τους Δάκες ως ειδήμονες στα θεραπευτικά φυτά. Κύριες βέβαια ασχολίες τους ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, το κυνήγι και η μεταλλουργία.

Στα προϊστορικά χρόνια οι Θράκες είχαν επεκταθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου, ενώ Θρακικά φύλα είχαν καταλάβει διάφορα νησιά του Αιγαίου, όπως τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο και τη Νάξο. Από τους μύθους και την παράδοση, προέρχεται επίσης και η θεωρία ότι οι Θράκες επεκτάθηκαν κατά την προϊστορική περίοδο στη Θεσσαλία, τη Φωκίδα, τη Βοιωτία και την Αττική, προ της εμφανίσεως ακόμη των νεότερων Θεσσαλικών οικογενειών. 

Η ιστορική καταγραφή των Ινδοευρωπαϊκών φύλων αρχίζει κυρίως από τη Μ. Ασία, όπου εκεί εμφανίζονται οι πρώτες ιστορικές πηγές και εντοπίζονται τα πρώτα ίχνη πήλινων πινακίδων και επιγραφών. Κανένας δεν αμφισβητεί σήμερα, ότι οι Θράκες υπήρξαν στην Βαλκανική από την εποχή του σιδήρου, διότι είναι γνωστό ότι τόσο αυτοί, όσο και οι Δάκες είχαν συγκροτήσει εντυπωσιακά και ισχυρά βασίλεια πριν κατακτηθούν από τους Πέρσες, τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους. Η χρυσή Θρακική εποχή εμφανίζεται κατά την περίοδο άνθησης του κράτους των Οδρυσών, που άρχισε τον 4ο π.Χ αιώνα, ενώ της Δακίας κατά την περίοδο της βασιλείας του Βυρέβιστα τον 1ο π.Χ αιώνα, ο οποίος πέτυχε να θέσει υπό την ηγεσία του το μεγαλύτερο μέρος των βορειοανατολικών Βαλκανίων.
Οι ιστορικές πηγές, εμφανίζουν κατά τα μέσα του 7ου π.Χ αιώνα, τους Θράκες ως εχθρούς των Ελλήνων, όταν αυτοί απείλησαν την αποικία τους τη Θάσο, ενώ ακόμη νωρίτερα, στην Ιλιάδα, αναφέρονται από τον Όμηρο ως συμπαρατασσόμενοι με τους Τρώες. Είναι βέβαιο όμως, ότι για τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδος, όλα τα άλλα Ελληνικά φύλα θεωρούνταν ως Βαρβαρικά.

Από την εποχή των Πρωτο –Ελλήνων 2.500-1.900 π.Χ και των Αρχαίων Ελλήνων μέχρι σήμερα, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σταύρος Θεοφανίδης, με βάση τη δημογραφική προβολή της γνωστής εξίσωσης  P1=P0(1+ε)t, (όπου Ρ1 = ο σημερινός πληθυσμός των Ελληνογεννών, Ρ0 = οι Πρωτο-Έλληνες, ε = ο ετήσιος ρυθμός προόδου των Ελληνογενών και t = 4.000 έτη), εκτιμάται ότι τα 320 περίπου γένη και φύλα Ελληνικής καταγωγής, που αναπτύχθηκαν σ’ όλη την υφήλιο, ανέρχονται σε 94.000.000 Ελληνογενείς κατά την πιο συντηρητική υπόθεση. Όλη επίσης η λεκάνη της Μεσογείου είναι γεμάτη από Ελληνικότατα τοπωνύμια, ενώ ακόμη και η Ήπειρος μας, η Ευρώπη, έχει όνομα Ελληνικό.

Τα ευρήματα ανθρώπινων οστών προ 10.000 ετών στη Μακεδονία και τη Θράκη (Πετράλωνα) αποδεικνύουν την αυτόχθονη προέλευση των Πρωτο –Ελλήνων Πελασγών, οι οποίοι γίνονται αργότερα, όπως φαίνεται από τις επιδόσεις τους, οι δημιουργοί του πρώτου παγκόσμιου πολιτισμού. Η πρώτη γραφή, όπως προκύπτει από πινακίδα που βρέθηκε στο Δισπηλιό της Καστοριάς στη Μακεδονία, η οποία εξετάστηκε με τη μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) και βρέθηκε ότι γράφτηκε  στα 5.260 π.Χ, δείχνει την πρωτιά των Πρωτο - Ελλήνων Πελασγών στη σφηνοειδή γραφή. Οι Πελασγοί, Πρωτο – Έλληνες, όπως είναι γνωστό, ξεχύνονται από τη Μακεδονία και τη Θράκη προς όλες  τις κατευθύνσεις Ανατολή – Δύση – Βορρά – Νότο, με οδηγό τις πρώτες παρθενικές τους γνώσεις της Γεωγραφίας, της Αστρονομίας, της Γεωμετρίας, της Αριθμητικής και της ναυσιπλοϊας. Οι θεμελιωτές όλων αυτών των επιστημών έχουν ονόματα Ελληνικά και όπως είναι λογικό, μεταδίδουν με την επιστήμη τους την Ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Με τους μακρογεωγραφικούς όρους των πρώτων Ελλήνων Πελασγών ονοματίζονται η Ευρώπη, η Ασία, η Μεσόγειος, η Θράκη, η Μακεδονία, ο Βόσπορος, η Ιωνία, ο Ατλαντικός Ωκεανός, η Βρετανία, οι Άλπεις και άλλες περιοχές του πλανήτη. Δεν είναι ακόμη τυχαίο ότι όλα τα σημαντικά γεωγραφικά τοπωνύμια, στα οποία γεννήθηκε αρχικά ο πολιτισμός, (Αιγαίο, Κρήτη, Μεσοποταμία, Τίγρης, Ευφράτης, Αίγυπτος, Συρία, Τύρος), όπως και τα ονόματα των σημαντικότερων Επιστημών (Μαθηματικά- Γεωμετρία- Αστρονομία κλπ) είναι Πελασγικά. Πολλοί ακόμη επιστήμονες, όπως ο R. Graves,  υποστηρίζουν ότι το πρώτο Φοινικικό αλφάβητο είναι παραλλαγή του Πελασγικού και διαδόθηκε από τους Φοίνικες, για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών τους. Όλες επίσης οι λέξεις που αναφέρονται στο αλφάβητο, τη γραφή και τη γραμματική έχουν Πελασγική / Ελληνική προέλευση, όπως: school, Hieroglyphics, Grammar, Syntax, Lexicon, Prologue, Dialect κλπ., ενώ όλες σχεδόν οι ονοματοδοσίες των Επιστημών προέρχονται από Πελασγικά/ Ελληνικά ονόματα, όπως ιστορία, φιλοσοφία, Μαθηματικά, Γεωμετρία, Αστρονομία, Φυσική, Λογική κλπ.

Τα πρώτα σχολεία, Λύκεια και Ακαδημίες, λέξεις που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως, δημιουργήθηκαν από τους Πελασγούς /Πρωτο – Έλληνες στα ιερατεία, όπου οργανώθηκαν και οι πρώτες τράπεζες ανταλλαγής πληροφοριών με τους χρησμούς , τις φρικτορίες κλπ.   Οι πρώτοι επίσης παγκόσμιοι μαθηματικοί όροι και οι πρώτες μαθηματικές έννοιες είναι Ελληνικότατες (arithmesis, asymptote, base, center, circle, difference, dual, dynamics, logarithm, hour, elasticity, theorem, one, cento/cents κλπ), ενώ  η πρώτη γνωστή μαθηματική εξίσωση είναι Ελληνική. Πρόκειται για την εκπληκτική εξίσωση του Τειρεσία, η οποία επεξηγεί το μέγεθος και τον επιμερισμό της συνολικής ηδονής στον αντρα και τη γυναίκα κατά την ερωτική λειτουργία /δημιουργία: ΣΗ=ΑΗ+ΓΗ (10=1+9), όπου ΣΗ = Συνολική ηδονή, ΑΗ= Αντρική ηδονή και ΓΗ= Γυναικεία ηδονή. Ήταν κατά τη μυθολογία ο μοναδικός άνθρωπος, που είχε την ικανότητα να δώσει απάντηση στο φοβερό δίλημμα του Δία και της Ήρας, γιατί δοκίμασε φυσιολογικά και τις δύο εμπειρίες, ως άντρας και γυναίκα.

Οι αρχαιολόγοι σήμερα, μπορούν να παρακολουθήσουν τη βαθμιαία εξέλιξη των παλαιότερων νεολιθικών οικισμών στα ανατολικά Βαλκάνια μελετώντας τα μεγάλα «τέλλ», τα οποία είναι πυραμιδοειδείς λόφοι, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από γενιές συνεχούς εγκατάστασης εποίκων, από την έκτη κυρίως χιλιετία. Στην κορυφή των λόφων αυτών, πάνω στα ερείπια των παλιών, κτίζονταν συνήθως διαδοχικά οι νέες κατοικίες αρχοντικών κυρίως οικογενειών. Από τη διαδοχική οικοδόμηση των εδαφικών στρωμάτων αυτών των «τέλλ», τα οποία δημιουργήθηκαν από την εγκατάλειψη και καταστροφή των οικισμών, λόγω επιθέσεων που δέχονταν οι κάτοικοι τους απο εισβολείς ή διάφορες επιδημίες, που τους υποχρέωναν να βάλουν φωτιά στις κατοικίες  και τα υπάρχοντά τους για απολύμανση και την επανίδρυσή τους στη συνέχεια με επανεγκατάστασή των κατοίκων τους ή εγκατάσταση εποίκων, διαπιστώνεται ότι κατά την τελευταία μεταναστευτική φάση εισέδυσαν στην περιοχή του κάτω Δούναβη, πληθυσμοί εισβολέων από τη στέπα του Πόντου. Οι επιδρομείς αυτοί εγκαινιάζουν και την πρώιμη εποχή του ορειχάλκου στα Βαλκάνια εισάγοντας μια πολύ πρώιμη μορφή Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, μεταξύ των γηγενών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μετά τη συγχώνευση των γηγενών με τους Ινδοευρωπαίους εισβολείς, άρχισαν τελικά ν’ αποκρυσταλλώνονται, ως την ύστερη εποχή του ορειχάλκου και οι κύριες εθνοτικές ομάδες των Βαλκανίων, οι οποίες εμφανίζονται στην πρώιμη ιστορική εποχή, ως Θράκες.
                                   

                                          

 Αργυρά Νομίσματα των Παιόνων


Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΥΜΟΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ


                                                                                                  Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος

Τα διοικητικά όρια κατά την αρχαιότητα ήταν περισσότερο φυλετικά λόγω του νομαδικού τρόπου ζωής και λιγότερο με τη σημερινή έννοια των συνόρων. Ο Ηρόδοτος, γράφοντας για την εισβολή του Ξέρξη, στο γεωγραφικό χώρο του σημερινού Νομού Σερρών αναφέρει ότι, πάνω από το Παγγαίο, προς βορρά, κατοικούσαν οι Παίονες, οι Δόβηρες και οι Παίοπλες, τους οποίους παρέκαμψε, για να φθάσει στο Στρυμόνα στην πόλη Ηιώνα (σημερινή Τούζλα) (Ζ. 113), ακολουθώντας προφανώς την Πιερία κοιλάδα (κοιλάδα Μουσθένης).

Στο γεωγραφικό χώρο, που αποκαλεί Βισαλτία συμπεριλαμβάνει όλη τη δυτικά των εκβολών του Στρυμόνα ποτ. ακτή, μέχρι και τα υπερκείμενα των εκβολών υψώματα (Β7.115.2).  Μνημονεύοντας μάλιστα τον Θράκα βασιλέα της Βισαλτίας και της Κρηστωνίας, μας αναφέρει ότι οι περιοχές αυτές ήταν παρακείμενες (8.116.1) της Μακεδονίας και ανήκαν παλαιότερα στη Θράκη. Εκείνη την εποχή οι Βισάλτες ήταν ισχυροί, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις, κατά τον Ηρόδοτο, ότι οι Μακεδόνες κυριαρχούσαν σε κάποια περιοχή ανατολικά του περάσματος της Ρεντίνας. Αργότερα, ο όρος Βισαλτία, συναντάται κυρίως για να δείξει την ενδοχώρα και όχι την περιοχή ανάμεσα στο ρου του Στρυμόνα και το πέρασμα της Ρεντίνας. Κατά το Στράβωνα (7.36), η Βισαλτία άρχιζε από την «ενδοχώρα της Αμφίπολης» και εκτείνονταν πάνω από την Ηράκλεια, την οποία ο  Παίτ Πιν τοποθετεί στις ΒΔ ακτές της Κερκινίτιδας λίμνης (αποξηρανθείσα λίμνη Αχινού).

Όταν ο Ξέρξης έφθασε με το στρατό και το στόλο του στην παράλια πεδιάδα, ο ίδιος με ένα τμήμα προχώρησε στην οδό της ενδοχώρας δια μέσου της επικράτειας των Παιόνων (7. 124) «Ξέρξης δε και ο πεζός στρατός επορεύετο εκ της Ακάνθου, την μεσόγαιαν τάμνων της οδού βουλόμενος ες την Θέρμην αποικέσθαι. Επορεύετο δε δια της Παιονικής και Κρηστωνικής επί ποταμόν Χείδωρον…». «Ο Ξέρξης και ο πεζός στρατός πορεύονταν από την Άκανθον προς το εσωτερικό θέλοντας να φθάσει στη Θέρμη. Βάδιζε  δια της Παιονικής και τη Κρηστωνικής (περιοχή Κιλκίς) προς το Γαλλικό ποταμό». Όπως προκύπτει από το κείμενο, κινούμενος κατά μήκος του Στρυμόνα, κατευθύνθηκε βόρεια σε σχέση με τη Βισαλτία και δια της κοιλάδας του ποταμού Κουμλή (Παραπόταμος) - διάβαση Καστανούσας κατευθύνθηκε  προς την Κρηστωνική πεδιάδα και το Γαλλικό ποταμό, στρατολογώντας κατά το πέρασμα του και μερικούς Παίονες. (Ηροδ. 7.185.2). (η Θέρμη βρίσκονταν δυτικά της Θεσσαλονίκης και όχι στη θέση που είναι σήμερα).

Από το Θουκυδίδη, ο οποίος περιγράφει  την κατάκτηση της κεντρικής πεδιάδας της Βισαλτίας και του χώρου πέρα από αυτήν, διαπιστώνεται ότι αυτή  απλώνονταν ανατολικά της Κρηστωνίας (Κιλκίς) και Μυγδονίας (περιοχή λιμνών Λαγκαδά – Ρεντίνας).  Περιελάμβανε την οροσειρά του Καρά-νταγ (Μαύρο Βουνό-Βερτίσκος) και των Κερδυλλίων, φθάνοντας μέχρι το Στρυμόνα. Όταν οι Μακεδόνες κατέκτησαν τη Βισαλτία  προχώρησαν ως το Στρυμόνα, εκδιώκοντας από εκεί τους Ηδωνούς (2.99.4), οι οποίοι το 480 π.Χ (Ηρόδ. 7.110 και 114.1) ζούσαν στην ανατολική όχθη του ποταμού. Οι Βισάλτες γειτόνευαν επίσης παραλιακά και μ’ ένα άλλο λαό, θύμα της επέκτασης των Μακεδόνων, τους Πίερες, που εκδιώχθηκαν από την Πιερία του Ολύμπου και εγκαταστάθηκαν στη νότια πλευρά του όρους Παγγαίου, στη σημερινή κοιλάδα Μουσθένης, η οποία εκ του λόγου αυτού ονομάζεται Πιερία κοιλάδα, όπως και ο Στρυμονικός κόλπος. (Θουκ. 2.99.3, Ηρόδ. 7.112).

Η σημερινή πεδιάδα των Σερρών, αποτελούσε προϊστορικά μια παλιά κατακλυσμιαία υδάτινη λεκάνη, που περιλάμβανε δύο τεράστιες λίμνες, οι οποίες υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 1930. Η μία μεγάλη και αβαθής πάνω από την Αμφίπολη ήταν η (Κερκινίτις) λίμνη του Αχινού και η άλλη αρκετά εκτεταμένη και αβαθής, στο βόρειο άκρο της πεδιάδας, που ήταν περισσότερο έλος, ονομάζονταν κατά την αρχαιότητα λίμνη Πρασιάς. Στη θέση αυτού του έλους, το οποίο εκβαθύνθηκε, δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1960, η σημερινή τεχνητή λίμνη της Κερκίνης με το φράγμα για την άρδευση του κάμπου.

Όπως γνωρίζουμε από το Θουκυδίδη, κατά τους αρχαίους χρόνους η πρώτη από τις δύο αυτές λίμνες, η λίμνη του Αχινού στο νότιο μέρος, ήταν πολύ μεγάλη, Θουκυδίδης (4.108.10) « …άνωθεν μεν μεγάλης ούσης ού πολύ λίμνης του ποταμού» και από τον Πομπώνιο Μέλα (2.2.30) « …Strymonnon longe a mare lacum fecit».

Καθώς ο Αλέξανδρος προχωρούσε, σύμφωνα με τον Αρριανό (Ανάβ. 1.11.3) πέρασε «τη λίμνη Κερκινίτιδα (τη λίμνη Αχινού) προς την Αμφίπολη και τις εκβολές του Στρυμόνα». (Ο Μ. Αλέξανδρος,, όπως εκτιμά ο N. Hammond, πιθανόν συγκέντρωσε τις δυνάμεις του κοντά στην Ειδομένη και κατευθυνόμενος δια της Δοϊράνης προς ανατολάς έφθασε στο μέσον της κοιλάδας του Στρυμόνα. Εάν είχε ακολουθήσει, ισχυρίζεται, το πολύ στενό πέρασμα της Ρεντίνας, δεν θα περνούσε δίπλα από την Κερκινίτιδα λίμνη). Το ίδιο όμως δρομολόγιο, όπως μας αναφέρει ο Ηρόδοτος ακολούθησε αντίστροφα, το 480 π.Χ, και ένας κλάδος της στρατιάς του Ξέρξη. Η παράκαμψη του ορεινού όγκου των Κερδυλλίων από ένα στράτευμα ήταν δύσκολη αυτή την περίοδο αυτή  από την παραλία,  διότι το σημερινό στενό πέρασμα μεταξύ του όρους Κερδύλλια και της θάλασσας, απ’ όπου διέρχεται ο παραλιακός δρόμος προς Ασπροβάλτα στη θέση της Ιεράς Μονής Λυδίας δημιουργήθηκε από τις προσχώσεις του ποτ. Στρυμόνα.  

Η βόρεια λίμνη, ή λίμνη Πρασιάς, σημερινή λίμνη της Κερκίνης, απομεινάρι και αυτή της κατακλυσμιαίας λίμνης, τροφοδοτείται μέχρι σήμερα από τον ποταμό Στρυμόνα και τον ποταμό Κουμλή (Παραπόταμος), παρά το ομώνυμο χωριό της Ροδόπολης. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ηρόδ. 5.15.3 και 5.16), όταν ο Μεγάβαζος συνέλαβε και έστειλε τους λαούς της πεδιάδας του Στρυμόνα στο Δαρείο, οι Παίονες, που ζούσαν «πάνω από τη λίμνη Πρασιάδα» και κοντά σ’ αυτήν διέφυγαν τη σύλληψη. Στα θύματά του περιλαμβάνονταν οι Σιρριοπαίονες, οι οποίοι κατοικούσαν γύρω από την Σίρριν, τη σύγχρονη πόλη των Σερρών. Από αυτό το γεγονός προφανώς, ισχυρίζονται κάποιοι συγγραφείς ότι οι κάτοικοι των Δαρνακοχωρίων στην περιοχή νότια των Σερρών πήραν και την ονομασία Δαρνάκες ή Νταρνάκες. Η λέξη Δαρείος στα Περσικά προφέρεται Νταραγιαβούς και σημαίνει «δραστήριος». Όπως προκύπτει συνεπώς από την περιγραφή αυτή, οι Παίονες κατοικούσαν και βορειοδυτικά των Σερρών φθάνοντας μέχρι τη λίμνη Πρασιάδα, σημερινή τεχνητή λίμνη της Κερκίνης.

Κατά τον ίδιο ιστορικό, (Ηρόδοτος 5.17.2), όταν ο Μεγάβαζος αιχμαλώτισε και έδιωξε τους Σιρρο-Παίονες από την περιοχή, έστειλε πρέσβεις στον Αμύντα, Βασιλιά των Μακεδόνων, αναφέροντας ότι: «Το ταξίδι είναι πολύ σύντομο από τη λίμνη Πρασιάδα μέχρι τη Μακεδονία, γιατί πρώτα απ’ όλα πλάϊ στη λίμνη είναι το ορυχείο που εκμεταλλεύεται ο Αλέξανδρος»  (Α΄) «και μετά το ορυχείο ένα βουνό καλούμενο όρος Δύσωρον, το οποίο περνώντας κανείς φθάνει στη Μακεδονία».

Ο σύντομος δρόμος από τη λίμνη Πρασιάδα δια της διάβασης Πανοράματος, κοιλάδα ποτ. Κουμλή  (Παραπόταμου), οδηγεί στην Κρηστωνία πεδιάδα (Κιλκίς), ενώ βορειότερα από τη στενωπό μεταξύ του όρους Κρούσια και του όρους Κερκίνης (Μπέλλες) σήμερα, σχηματίζεται η διάβαση Καστανούσας (Ντόβ- Τεπέ), που οδηγεί στο λεκανοπέδιο της λίμνης Δοϊράνης. Από τη Δοϊράνη διανοίγονται δύο οδοί που οδηγούσαν και οδηγούν προς την Αμφαξίτιδα (περιοχή Αξιού). Από τη διήγηση αυτή του Ηροδότου φαίνεται ότι η Δοϊράνη ανήκε στη Μακεδονία και το όρος Κρούσια είναι το Δύσωρο.              

Η πιο σπουδαία πόλη στη δυτική όχθη του Στρυμόνα ήταν η Ηράκλεια η Σιντική, ενώ ολόκληρη η επικράτεια της Βισαλτίας και η πόλη Ηράκλεια Σιντική, αν και βρίσκονταν δυτικά του Στρυμόνα (Λίβιος 45-29-Δ. Σ. 31.8.8), περιλαμβάνονταν, το 167 π.Χ, στην πρώτη τετραρχία, με πρωτεύουσα την Αμφίπολη.

Επειδή, όπως εκτιμά ο Ν. Ηammond, η Βισαλτία κατελάμβανε τη λοφώδη περιοχή που ήταν προσκείμενη στην Κρηστωνία (περιοχή Κιλκίς), η Σιντική, όπου βρισκόταν η Ηράκλεια, πρέπει να ήταν μεταξύ Βισαλτίας και Στρυμόνα. Η περιοχή αυτή, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του, αποτελούσε πράγματι μια κατάλληλη έκταση για την ανάπτυξη μιας μέτριας δύναμης του Ρωμαϊκού πεζικού και ιππικού, δυνάμεις οι οποίες εξορμώντας από την Αμφίπολη ερήμωσαν την περιοχή αυτή το 168 π.Χ (Λίβιος 44.46.2). Ο χώρος συνεπώς, που οι Ρωμαίοι νίκησαν τον Περσέα, θα πρέπει να ήταν στην πεδιάδα του κάτω ρου του Στρυμόνα, όχι πολύ μακριά από την Αμφίπολη. Μετά την ανασκαφική έρευνα της ΚΗ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων και τη διαπίστωση ότι η θέση της αρχαίας Βέργης βρίσκονταν στη σημερινή θέση της κωμόπολης του Νέου Σκοπού, πιθανόν η θέση της αρχαίας Ηράκλειας να βρίσκεται περί την περιοχή αυτή, από την Βέργη ή την Τερπνή μέχρι τα δυτικά παλιά όρια της αποξηρανθείσας λίμνης του Αχινού. Ο Πτολεμαίος (3.13.30), προσδίδει στη Σιντική τρεις πόλεις, την Τρίστολο, την Παροικούπολη (σε νεότερες καταγραφές Παρθικόπολη) και την Ηράκλεια. Ο Leake τοποθετεί την Ηράκλεια παρά το Ζερβοχώρι, που είναι πιο πιθανόν, ενώ ο Ε. Keapert παρά τη Βέτρινα (Ν. Πετρίτσι) 8 χλμ δυτικά του Δεμίρ Ισσάρ (Σιδηροκάστρου). Η Ηράκλεια είναι γνωστό ότι κτίσθηκε σ’ ανάμνηση λαμπρής νίκης των Μακεδόνων κατά των βαρβάρων και το όνομα της δόθηκε προς τιμή του μυθικού ήρωα Ηρακλή, τον οποίο θεωρούσαν ως πρόγονό και γενάρχη τους οι Μακεδόνες Βασιλείς. Η πόλη αυτή οχυρώθηκε αργότερα από τον Αμύντα με απόρθητα τείχη, ενώ την περίοδο των Αντιγονιδών, απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου, η Ηράκλεια, κατά μία εκδοχή, έγινε πρωτεύουσα της Σιντικής. Μέσα σ’ αυτή την πόλη αναφέρεται από τον Στέφανο το Βυζάντιο ότι ο Περσέας, γιός του Φιλίππου του Ε΄ και τελευταίος Βασιλιάς της Μακεδονίας, σκότωσε τον αδελφό του Δημήτριο, ο οποίος ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Μακεδονικού θρόνου. Ως λόγοι της αδελφοκτονίας αναφέρεται ότι ήταν η αντιζηλία μεταξύ των δύο αδελφών, αλλά και η φιλορωμαϊκή στάση του Δημητρίου, ο οποίος ανατράφηκε στη Ρώμη.  Η δολοφονία του Δημητρίου θεωρείται και ως αφορμή για την κατάλυση του Μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους.

Ο Παιτ Πίν, όπως αναφέρει ο N. Hannond,  καταγράφει ένα δρόμο από τους Φιλίππους στην Ηράκλεια Sintica, την οποία ο γεωγράφος της Ραβέννας Miller,  εντελώς άστοχα τη συναρτά με την Αμφίπολη (Miller, Itin Rommana σχ. 149 και 522 σχ. 163), δίδοντας τα ονόματα Τρίλλον, Άρασον, Ευπορία και Ηράκλεια. Η κατεύθυνση του Παίτ Πίν είναι σαφής από τα δεδομένα των αποστάσεων, γιατί αυτά απαιτούν ένα πέρασμα του Στρυμόνα μεταξύ των δύο λιμνών, της Πρασιάδος και της Κερκινίτιδας (Αχινού). Προχωρώντας 10 ρωμ. μιλ. Μ= 14,8 χλμ από τους Φιλίππους, αναφέρει, ερχόμαστε σε μια μεγάλη νεροπηγή δυτικά από το Καλαμπάκι της Δράμας. Από εκεί 17 ρωμ. μ= 25 χλμ μας φέρνουν κοντά στη Μεσορράχη, απ’ όπου βλέπει κανείς την πεδιάδα του Στρυμόνα. Από εκεί μεσολαβούν 8 ρωμ. μ. = 11,8 χλμ ως την Ευπορία (Ευκαρπία). Λίγο πιο δυτικά της, 17 ρωμ. μ.=25 χλμ από εκεί, μας φέρνουν στο Καλό Κάστρο ή σε μια παράκαμψη γύρω από τη λίμνη προς το Ζερβοχώρι ή το πολύ μέχρι την Τερπνή.

Η τελευταία αυτή περίπτωση, είναι η πιο πιθανή, καθώς οδηγεί στην πιο κεντρική θέση στην πεδιάδα, που δεσπόζει στο στενό πέρασμα ανάμεσα στους λόφους του Πατρικίου και τη σημερινή λίμνη της Κερκίνης. Ένας θησαυρός όμως από νομίσματα, που χρονολογούνται από το 250-200 π.Χ, δύο αγάλματα και μια αφιέρωση στο Δία τον ύψιστο, βρέθηκαν κατά το παρελθόν και στη σημερινή θέση του χωριού Βέργη. Ανάμεσα συνεπώς σ’ αυτό το χώρο πρέπει να βρίσκονταν η αρχαία Ηράκλεια, την οποία ενδεχομένως κάποιοι συγχέουν με κάποια άλλη πόλη με το ίδιο όνομα που βρίσκονταν βορειότερα του όρους Κερκίνη ή πιο δυτικά. Ο ΑναστΠολυζωϊδης την τοποθετεί στο Μελένικο.

Όταν οι Μακεδόνες κατέλαβαν αυτή την πεδιάδα, την οποία σήμερα ονομάζουμε Σιντική, εκδίωξαν όχι τους Σιντούς, αλλά φυλές των Παιόνων, όπως αυτές που αναφέρει ο Ηρόδοτος (Βιβλίο 5 παραγρ.15-17). Οι Σιντοί συνεπώς, από τους οποίους πήρε το όνομα της η σημερινή επαρχία, κατοικούσαν πιθανόν πιο πέρα στην ενδοχώρα. Σίντιες ονομάζονταν επίσης οι Σαπαίοι, Σάϊοι ή Σάπες, οι οποίοι κατοικούσαν στον κάτω ρου του Νέστου, δυτικά και ανατολικά από τις εκβολές του, αλλά και μεταξύ Φιλίππων και Αβδήρων (Ηρόδοτος Ζ΄ Πολύμνια 111, 112 Σχόλια122).

Για την περιοχή και τους λαούς πάνω από τη στενωπό του Ρούπελ στο Στρυμόνα έχουμε πληροφορίες από το Θουκυδίδη, (2.96), ο οποίος αναφέρει ότι ο ποταμός πήγαζε από το όρος Σκόμβρο και έρρεε δια μέσου των Αγριάνων και των Λαιαίων (μια φυλή των Παιόνων). Ο ίδιος ιστορικός μας πληροφορεί ότι ο Σιτάλκης αφήνοντας το κράτος του, που είχε επεκταθεί μέχρι το Στρυμόνα ποτ. (2.96.3) και περνώντας μέσα από ένα ακατοίκητο όρος, το οποίο αποτελούσε το σύνορο μεταξύ των Σιντών και των Παιόνων, είχε τους Παίονες στα δεξιά του και τους Σιντούς με τους Μαίδους στ’ αριστερά του (2. 96. 2). Αυτό το όρος πιθανόν είναι το όρος Όγκράσντεν, που σχηματίζει τη γραμμή διαχωρισμού των υδάτων μεταξύ του Στρυμόνα και του Άνω Μπρεγκάλνιτσα ποταμού. Έτσι ο Σιτάλκης κατέβηκε από την οροσειρά αυτή στην κοιλάδα του Στρυμόνα.

Κατά τον Στράβωνα (7. 36) «Ο Στρυμών… εξ Αγριάνων γαρ δια Μαίδων (στα χειρογρ. Μέδων) και Σιντών ες τα μεταξύ Βισαλτών και Οδομάντων εκπίπτει». Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Σιντοί κυριαρχούσαν και στο τμήμα της κοιλάδας του Στρυμόνα πάνω από τη στενωπό του Ρούπελ, ενώ οι Μαίδοι κατοικούσαν βόρεια των Σιντών. Γι’ αυτό, όταν ο Φίλιππος Ε΄ επιτέθηκε στους Μαίδους το 181 π.Χ, δεν εξόρμησε από την Αμφαξίτιδα, αλλά από τους Στόβους. Οι δυνάμεις του ακολούθησαν τη χαμηλή κοιλάδα του Μπρεγκάλνιτσα, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε το Ρωμαϊκό δρόμο Στόβων-Αστίβου. Οι Σιντοί τότε κατείχαν ένα τμήμα της κοιλάδας του Στρυμόνα και την εύφορη κοιλάδα του ίδιου ποταμού, που σήμερα βρίσκεται στη Βουλγαρία. Στην περιοχή αυτή ήταν και η κύρια πόλη τους η Σιντία, η οποία αναφέρεται από τον Στέφανο το Βυζάντιο, ως πόλις Μακεδονίας. Ο Αριστοτέλης (Περί Θαυμάτων 115) και ο Στέφ. Βυζάντιος, αναφέρουν ότι ο ποταμός Πόντος, που έρεε μεταξύ των Σιντών, είχε διάφορες αξιόλογες ιδιότητες και ήταν ίσως παραπόταμος του Στρυμόνα. Στο χάρτη no XI της Γεωγραφίας του Κλαυδίου Πτολεμαίου, μέρος 2, υπάρχουν τόσο η Ηράκλεια Σιντική κοντά στο Στρυμόνα, όσο και η Σιντική πιο κοντά στον Αξιό ποταμό. Αυτό υποστηρίζει και τη διάκριση, που κάνει ο Ν. Hammond μεταξύ της Ηράκλειας Σιντικής και της περιοχής Σιντική. Στο ίδιο χάρτη επίσης, το όρος Όρβηλος διασχίζεται από τον ποταμό Στρυμόνα πάνω από τη Ηράκλεια Σιντική και φαίνεται να εκτείνεται πιο βόρεια. Σε άλλο χάρτη όμως στο no X, το ίδιο όρος, εμφανίζεται μεταξύ των Σκοπίων και της Παυταλίας.

Η πιο παλιά αναφορά για το όρος Όρβηλος γίνεται από τον Ηρόδοτο (5.16.2), ο οποίος αναφέρει ότι οι κάτοικοι των πασσαλόπηκτων οικισμών της λίμνης Πρασιάδας, έπαιρναν τα ξύλα τους από το όρος Όρβηλος. Πιο κοντινή όμως πηγή ξυλείας ήταν βέβαια το όρος Μπέλες (Μπελαζίτσα ή Μπελαβίστα όπως αποκαλείται από τον Σλουμπερζέ, Σουλτανίτσα από τους Τούρκους και Κερκίνη σήμερα). Η οροσειρά καλύπτοντας τις δύο πλευρές του φαραγγιού του Ρούπελ στο Στρυμόνα λαμβάνεται ως ενιαίος ορεινός όγκος, με το προς ανατολάς, όρος Άγκιστρο (Τσιγκέλι) και τον υπόλοιπο ορεινό όγκο. Η ταύτιση του όρους Όρβηλος μ’ αυτή την οροσειρά συνδυάζεται και με την πορεία του Μ. Αλεξάνδρου ως τον ποταμό Νέστο, κατά την οποία αυτός «είχε τους Φιλίππους και το όρος Όρβηλο στ’ αριστερά (Αρρ. Αναβ. 1.1.5). Το ορεινό συνεπώς συγκρότημα, που περιβάλλει σήμερα το Νομό Σερρών από Βορρά και ανατολικά, με τις προεκτάσεις του ανατολικότερα φθάνοντας μέχρι το Φαλακρό και τα όρη της Λεκάνης στους Νομούς Καβάλας - Δράμας, θεωρείται από τον Ηρόδοτο και τον Αρριανό ως ενιαίος ορεινός όγκος.

Όταν ο Στράβων (C 313), ισχυρίζεται ο N. Hammond, συνέδεσε τη Μακεδονία και τη Θράκη σχηματίζοντας ένα παραλληλόγραμμο, που ορίζονταν προς δυσμάς από την Αδριατική Θάλασσα και προς ανατολάς με τον ποταμό Έβρο, πήρε την Εγνατία οδό ως τη νότια πλευρά του παραλληλόγραμμου αυτού και τη γραμμή των Ιλλυρικών, Παιονικών και Θρακικών βουνών, ως τη βόρεια πλευρά του. Ο ίδιος αναφέρει τα όρη αυτής της φανταστικής ευθείας γραμμής στο έβδομο βιβλίο του (παρ. 10) ως: Βερτίσκος (Μοντενέγκρο- Μαυροβούνιο), Σκάρδος (Σαρ Πλάνινα), Όρβηλος, Ροδόπη και Αίμος. Από τα βουνά αυτά, τα δύο πρώτα είναι Ιλλυρικά, τα δύο τελευταία Θρακικά και ο Όρβηλος αντιπροσωπεύει το ορεινό συγκρότημα των βουνών της Παιονίας από το Ζίρνα Γκόρα και το Κοσζάκ Πλάνινα στο βορρά μέχρι το όρος Μπέλλες-Κερκίνη στο νότο. Ο Πτολεμαίος κάνει τον ίδιο συσχετισμό για τα βουνά αυτά, αναφέροντας ότι ο Όρβηλος χωρίζει την Άνω Μοισία και την κοιλάδα του Δούναβη από τη Μακεδονία αποτελώντας το όριο της Θράκης με την Άνω Μοισία και τη Μακεδονία (3.10.1 και 3.11.1). Από τον Πλίνιο (ΗΝ 4.35) και τον Πομπώνιο Μέλα (2.2.2), αναφέρονται ο Όρβηλος μαζί με τη Ροδόπη και τον Αίμο, ως ένας ενιαίος τεράστιος ορεινός όγκος.
               
Ο Πτολεμαίος (3.20.25), κάνοντας αναφορά στα ονόματα των πόλεων της Μακεδονίας στην ενδοχώρα κατά περιοχές, τοποθετεί την Ορβηλία μαζί με τη Γαρησκό μετά την Αλμωπία. Η εγγύτητα δε αυτών των δύο πόλεων είναι εμφανής και από το χάρτη no XI του Πτολεμαίου, στον οποίο οι πόλεις της Αλμωπίας παρουσιάζονται δυτικά του Αξιού ποτ., ενώ η Γαρησκός εμφανίζεται ανατολικά του. Η Ορβηλία στο χάρτη τοποθετείται νότια σε σχέση με τη μακριά οροσειρά το Ορβήλου.

Ο Στράβων (7.36) σχολιάζοντας τη λεκάνη της σημερινής διάβασης Καστανούσας ή της Στρώμνιτσας, την χαρακτηρίζει ως τον «αυλώνα που οδηγεί προς την Ειδομένη», ταυτίζοντας την Παρορβηλία με την Ειδομένη. Η αναφορά του αυτή γίνεται, όταν περιγράφει μια λωρίδα σχετικά χαμηλής γης, μέσω της οποίας ο Αλέξανδρος πέρασε κατά την πορεία του προς ανατολάς. Από τις πόλεις, που μνημονεύει ο Στράβων, ο Πτολεμαίος αναφέρει μόνο τη Γάρησκο, που τοποθετείται στο δυτικό άκρο της Παρορβηλίας, μαζί με άλλες πόλεις που ιδρύθηκαν πιθανόν από το Φίλιππο το Β΄ και τους διαδόχους του, όπως είναι η Φιλιππούπολη, η Ορθόπολη και η Καλλίπολη, οι οποίες έφθαναν μέχρι το Ν. Πετρίτσι. Ο Ν. Hammond, συμφωνεί με την άποψη του Πτολεμαίου, εκτιμώντας ότι η Παρορβηλία ήταν ουσιαστικά μια εντελώς ξεχωριστή περιοχή, στην οποία εισέρχεται κανείς από ένα στενό πέρασμα που ξεκινά από την Κρηστωνία και βλέπει προς τη λίμνη Δοϊράνη και τους πρόποδες του Μπέλλες.

Η κατάσταση είναι πιο σαφής στο χάρτη no XI του Πτολεμαίου, ισχυρίζεται o N. Hammond, όπου το όρος Όρβηλος διασχίζεται από τον ποταμό Στρυμόνα, πάνω από την Ηράκλεια Σιντική και φαίνεται να επεκτείνεται πιο βόρεια. Αυτή η διπλή χρήση του Ορβήλου όρους φαίνεται σχετική, όταν ταυτίζεται με την περιοχή της Ορβηλίας, που αποκαλείται και Παρορβηλία.

Η ταύτιση του όρους Κερκίνη (Μπέλλες) με τον Όρβηλο συνδυάζεται και με την πορεία του Μ. Αλεξάνδρου από την κυρίως Μακεδονία ως τον ποταμό Νέστο. Κατά την πορεία του αυτή «είχε το όρος Όρβηλο στ’ αριστερά του» (Αρρ. Ανάβαση 1.1.5). Είναι σαφές ότι, από τους αρχαίους γεωγράφους το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε σε πλατύτερη βάση για το συγκρότημα των ορέων, που παρεμβάλλονται μεταξύ Αξιού και  Στρυμόνα, το οποίο επεκτείνεται από την οροσειρά του Μπέλλες, ως την κοιλάδα του Δούναβη.
               
Μια άλλη αναφορά για την ένδειξη της θέσης του Ορβήλου, γίνεται από τον Στράβωνα (7.36), η οποία λόγω της συντομίας της, θολώνει περισσότερο τα πράγματα. Ένα απόσπασμα από τη Βατικανή επιτομή αναφέρεται στους Βισάλτες και όχι στους Αγριάνες: «…υπέρ δε της Αμφιπόλεως Βισάλται και μέχρι πόλεως Ηρακλείας, έχοντες αυλώνα εύκαρπον, όν διαιρεί ο Στρυμών ωρμημένος εκ των περί Ρoδόπην Αγριάνων. Οίς παράκειται της Μακεδονίας, η Παρορβηλία (στα χειρόγρ. γαρορβηλία) εν μεσογαία έχουσα κατά τον αυλώνα τον από Ειδομένης Καλλίπολιν, Ορθόπολιν, Φιλιππούπολιν, Γαρησκόν».

Εάν, κατά τον N. Hammond, το «οίς» αναφέρεται στους Βισάλτες, τότε η Παρορβηλία, αφού βρίσκονταν δίπλα από τους Βισάλτες, στην ενδοχώρα της Αμφίπολης ως την Ηράκλεια, πρέπει να τοποθετείται στις νότιες πλαγιές του όρους Μπέλλες, το οποίο αποτελούσε προέκταση του όρους Όρβηλου και κατελάμβανε την περιοχή από το Ν. Πετρίτσι (Βέτρινα), τον ποταμό Στρυμόνα και τα όρια της Αμφαξίτιδας. Την άποψη επίσης, για τη θέση της Αρχαίας Ηράκλειας στην περιοχή του Ν. Πετριτσίου, υποστηρίζει και ο Γερμανός ερευνητής και γεωγράφος Ερρίκος Κίππερτ.
               
Ο ίδιος ιστορικός αναφέρει παρακάτω ότι υπάρχει ένα φυσικό χάσμα στον ορεινό όγκο της Ανατολικής Μακεδονίας, μεταξύ του πιο ανατολικού της τμήματος της οροσειράς του Βαρνούντα και του όρους Γκραντένσκα με το πιο δυτικό της τμήμα, την οροσειρά του Ορβήλου και του όρους Μπέλλες. Μέσα από αυτό το χάσμα περνάει ο δρόμος που οδηγεί προς την Αμφαξίτιδα ή τη λίμνη της Δοϊράνης στην κοιλάδα του Στρυμόνα, περνώντας μέσα από δύο στενωπούς του Δεμίρ Καπού και της Στρώμνιτσας. Ο Θρακιώτης Βασιλιάς Σιτάλκης εκτιμά ότι πέρασε από αυτή τη στενωπό, όταν εισέβαλε στη Μακεδονία από τα βόρεια και κατέλαβε την Ειδομένη (Θουκ. 2.100.3). Βόρεια αυτού του χάσματος, σύμφωνα μ’ αυτές τις περιγραφές, είναι η άνω κοιλάδα του Στρυμόνα, που χαρακτηρίζεται ως πολύ εύφορο και ελώδες λεκανοπέδιο. Ο Σιτάλκης πέρασε τότε δια μέσου του όρους Μπέλες (Κερκίνη), το οποίο αποτελούσε το ανατολικό όριο των Σιντών και το δυτικό των Παιόνων, για να κατεβεί στο Δόβηρο ή τη Δόβηρο της Παιονίας. Εξ αυτού συνάγεται ότι η Δόβηρος βρίσκονταν στα δυτικά του Στρυμόνα. Πράγματι, ο Σιτάλκης, φθάνοντας στην καμπή της κοιλάδας του Στρυμόνα προετοιμάστηκε για την εξόρμησή του (Θουκ. 2.98.2 ες Δόβηρον την Παιονικήν και 2.99.1, και κατά κορυφήν), απ’ όπου έκανε και την εισβολή του στη Μακεδονία. Η Παιονία συνεπώς, σύμφωνα και με άλλες μαρτυρίες, φαίνεται ν’ απλώνονταν τουλάχιστον μέχρι τον 5ο και 4ο πΧ αιώνες και δυτικά του Στρυμόνα φθάνοντας μέχρι την περιοχή της Δοϊράνης, ενώ η Σιντική βρισκόταν δυτικά αυτής της περιοχής.
               
Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το θηλυκό γένος για τη Δόβηρο (2.98.2, 99.1 και 100.3), το οποίο είναι πιο κατάλληλο για μια πόλη ή μια περιοχή. Ο Στράβων χρησιμοποιεί το αρσενικό γένος (απ. 36), το οποίο κατά τον N. Hammond αρμόζει περισσότερο σε όρος ή ποταμό. Ο Στράβων υπονοεί μάλλον το τελευταίο, διότι όταν κανείς περνά τη στενωπό του Στρυμόνα, έχει στ’ αριστερά του σε όλη την πορεία του τον ποταμό Δόβηρο, εάν υπονοεί το Στρυμόνα. Η πόλη όμως της Δοβήρου αναφέρεται και από το Στεφ. Βυζάντιο ως «Δόβηρος πόλις Παιονίας» και οι πολίτες της Δόβηρες. Ο Θουκυδίδης βέβαια, κάνει ιστορική αναφορά γι’ αυτή την περιοχή, επειδή αποτέλεσε στρατηγικό χώρο εξόρμησης των δυνάμεων του Σιτάλκη.

Η πόλη της Δοβήρου, όπως εκτιμά τελικά ο  N. Hammond, βρισκόταν στη θέση της σημερινής Στρώμνιτσας, ενώ η περιοχή της βόρειας κοιλάδας του Άνω Στρυμόνα, από την ανατολική πλευρά της κοιλάδας του Αξιού μέχρι την κοιλάδα, που σχηματίζονταν από τους δυτικούς παραποτάμους του Στρυμόνα και έφθανε μέχρι τον ίδιο τον ποταμό, ανήκε στους Παίονες. Αυτό προκύπτει και από το Θουκυδίδη (2.96.3), ο οποίος τοποθετεί τους Αγριάνες, μια Παιονική φυλή, στις πηγές του ποταμού, τους Λαιαίους μια άλλη Παιονική φυλή,  στον Άνω Στρυμόνα, πιο βόρεια από τους Μαίδους. Οι Λαιαίοι με τη σειρά τους ήταν και αυτοί ένα Θρακικό φύλο, που κατοικούσε την κοιλάδα βορειότερα από τους Σιντούς και απλώνονταν ως τη Θράκη. (Στράβ. C 318). Το Παιονικό φύλο του Στρυμόνα κατείχε την κύρια είσοδο της κοιλάδας του Άνω Στρυμόνα μέχρι την κοιλάδα του Αξιού, ενώ κατά το 429 π.Χ ήταν στα χέρια των Λαιαίων, υπό την επικυριαρχία του Σιτάλκη. Με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω συμπεραίνεται τελικά ότι οι Παίονες διαχώριζαν τους Μακεδόνες από τα άλλα δυναμικά φύλα της Θράκης. Με το πέρασμα όμως του χρόνου εξαφανίστηκαν ή αφομοιώθηκαν.