Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΩΝ ΟΔΟΜΑΝΤΩΝ ΚΟΤΤΟΥΣΑΙΩΝ


                                                                                                 Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος
                Η θρησκεία των Κοττουσαίων, των πρώτων κατοίκων του Σιδηροκάστρου, αποτελεί ένα μεγάλο και ανεξάρτητο αντικείμενο έρευνας, διότι μπορεί να διερευνηθεί μόνο αναφορικά με τις επιρροές που δέχονταν η περιοχή από άλλους πολυθεϊσμούς του αρχαίου κόσμου. Το εθνογραφικό υπόβαθρο των προϊστορικών της χρόνων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού ο σχηματισμός της αποκαλούμενης υστερογενώς, ως Ελληνικής Εθνότητας από συστατικά των Πελασγών, των Καρών, των Τυρρηνών, των Λελέγων κλπ, παραμένει ακόμη αντικείμενο υποθέσεων. Παράλληλα είναι αδύνατο να προσδιοριστούν και τα ψυχολογικά στοιχεία, ως προς την εμφάνιση της θρησκείας μεταξύ πληθυσμών, που ανήκουν σε πρώιμες πολιτιστικές περιόδους. Μόνο διαισθητικά μπορούμε σήμερα να συνθέσουμε αυτή την περίοδο, αφού η περιοχή αυτή περιβάλλονταν από ένα αριθμό ισχυρών στοιχειακών δυνάμεων, οι οποίες είχαν εν μέρει αποκτήσει μια ορισμένη και τρομερή ως επί το πλείστον συγκροτούμενη από ανθρώπινα και ζωικά γνωρίσματα προσωπικότητα. Οι δυνάμεις αυτές ήδη από τη δράση τους είχαν την αφετηρία τους στο μύθο, ο οποίος ίσως ανήκε και στη φυλετική κληρονομιά της Αρίας ή καθολικά ανθρώπινης πίστεως. Η πίστη αυτή, ήταν σε ένα βαθμό αρχέγονη στη φαντασία των συγγενών Ελληνικών φύλων, διαφοροποιούμενη στη συνέχεια κατά τόπους, ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε το κάθε ένα και τα στοιχεία της φύσης που αντιμετώπιζε.
               
Τα στοιχεία της φύσης, που ήταν δύσκολο να εξηγηθούν με φυσικούς νόμους, μυθοποιούνταν ως συγκρούσεις μεταξύ φυσικών δυνάμεων προσωποποιούμενα ως φτερωτά τέρατα ή αποτρόπαιοι δαίμονες. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις του κακού εμφανίζονται οι δωροδότιδες θεότητες, οι οποίες προστατεύον τον άνθρωπο και τον βοηθούν ν’ ανταπεξέλθει σ’ αυτά. Έτσι του χαρίζουν τη φωτιά, την οποία αρχίζει να λατρεύει, ενώ οι διάφορες καταστάσεις της θάλασσας εμπνέουν τη φαντασία του και δημιουργούν διάφορους μύθους. Η λατρεία συνεπώς συνδέεται στενά με τις ασχολίες του οικογενειάρχη στο κοπάδι ή στο χωράφι του, του ναυτικού με τη θάλασσα και του πολέμαρχου με τις επιτυχίες του στρατεύματος του. Είναι πολύ λογικό βέβαια να υπήρχαν και αρκετοί ιεροί τόποι, όπου εξέφραζαν τα συναισθήματα τους, αφιερωμένα στα θεία ή δαιμονικά όντα, που ήταν στενά συνδεδεμένα με το χθόνιο κόσμο και τη γη.  Ο Ηρόδοτος (ΙΙ, 53), για την εξελικτική αυτή πορεία αναφέρει ότι: « Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, που τους θεωρώ τετρακόσια χρόνια αρχαιότερους μου, δημιούργησαν τη Θεογονία των Ελλήνων, διανέμοντας στους Θεούς προσωνυμίες, ειδικότητες και λατρείες δίδοντας στον καθένα και την οικεία του μορφή». Οι ραψωδοί οι οποίοι περιφέρονταν από τόπο σε τόπο ήταν πιθανόν οι πρώτοι εξερευνητές και δάσκαλοι της Ελληνικής γλώσσας, που δημιούργησαν και το επικό ιδίωμα, το οποίο ήταν καταληπτό από τους Έλληνες όλων των διαλέκτων.
               
Οι Ορφικοί, από τον 7ο π.Χ αιώνα και μετά, προίκισαν τον ήρωα τους, ο οποίος αρχικά ήταν μια μυθική εικόνα της υμνολογίας. Με τις μυήσεις, τους εξαγνισμούς, τις θεραπείες και τις αποτροπές της θείας οργής, έβρισκαν καθολική συναίνεση, με αποτέλεσμα ο Αριστοφάνης ν’ αποδίδει στον Ορφέα και το Μουσαίο, ως αυτονόητες τις μυήσεις, τις θεραπείες και τους χρησμούς. Η αποστολή των ραψωδών κάλυπτε τη ζωή των πρωτόγονων ανθρώπων, οι οποίοι πίστευαν ότι το άσμα τους γίνονταν με τη μεσολάβηση των Θεών δια των μουσών, οι οποίες ήταν και η ψυχή του άσματος τους.
               
Η παράδοση αναφέρει ότι ο Ορφέας θάφτηκε από τις μούσες στη Λέσβο, όπου και ιδρύθηκε ομώνυμο μαντείο, το οποίο απόκτησε και μεγάλη φήμη, διότι ο τάφος κάθε ήρωα μπορούσε ν’ αποτελέσει χώρο ίδρυσης ναού ή μαντείου. Τέτοια βέβαια νεκρομαντεία υπήρχαν διασκορπισμένα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. 
                 
Οι Κοττουσαίοι, όπως οι κάτοικοι ολόκληρης τη Θράκης και της υπόλοιπης Ελλάδας, κατά τους ιστορικούς χρόνους, λάτρευαν τους Θεούς του Ολύμπου. Ιδιαίτερα όμως τιμούσαν το Δία, την Ήρα, τον Απόλλωνα, την Άρτεμη, την Αφροδίτη, τον Πάνα, τον Ασκληπιό και τον Ηρακλή.  Περισσότερο λατρεύονταν ο Απόλλων, ο Θεός του φωτός και του ήλιου, για τη λατρεία του οποίου στη Θράκη αναφέρει ο Όμηρος, ενώ θερμός θιασώτης της λατρείας του ήταν και ο Ορφέας, ο οποίος μάλιστα γι’ αυτό το λόγο σύμφωνα με την παράδοση, ήλθε σε σύγκρουση με άλλους Θράκες, που λάτρευαν το Διόνυσο. Απόδειξη αυτής της εκτιμήσεως που έχαιρε στην περιοχή ο Απόλλων είναι και το πλήθος των συμβόλων του Θεού που υπήρχαν σε πολλά Θρακικά νομίσματα αργότερα, αλλά και τ’ αρχαιολογικά ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
               
Ιδιαίτερα  στην περιοχή αυτή, κυρίως οι Βασιλείς, τιμούσαν και τον Ερμή, επειδή  θεωρούσαν τον εαυτό τους απόγονο του Θεού αυτού, στον οποίο και ορκίζονταν. Λάτρευαν επίσης την Άρτεμη, το Διόνυσο και τον Άρη, δηλαδή τους Θεούς του κυνηγιού, του κρασιού και του πολέμου. Η λατρεία του Άρη μάλιστα πήρε τέτοια διάσταση, ώστε όλη η Θράκη να θεωρείται πατρίδα του. Όπως αναφέρει ο Όμηρος, στη Θράκη κατέφυγε ο Θεός αυτός, όταν αποκαλύφτηκε το σκάνδαλο του επάνω στον Όλυμπο. Ο Ευριπίδης αργότερα, θα ονομάσει τους Θράκες «Άρει κάτοχον γένος». Ο Βιργίλιος θα ονομάσει τον Άρη «grativum patrem Geticis»=Ευεργέτη πατέρα των Γετών, ενώ ο Τζέτζης (εις Κασσάνδρα Λυκόφρονος σ) «Θεός δε της Θρακικής ο Άρης ότι πολεμικόν το πάλαι οι Θράκες») σημειώνει ότι αυτός ήταν κατ’ εξοχήν Θεός της Θράκης, γιατί την παλιά εποχή οι Θράκες ήταν πολεμικός λαός.
               

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΤΤΟΥΣΑ ΤΗΝ ΟΔΟΜΑΝΤΙΚΗ

Η κοσμογονία και η Θεογονία, αν και  η κοιτίδα τους ανάγεται σε παλαιότερα χρόνια, θεωρούνται υστερογενή δημιουργήματα ως προς την οριστικοποίηση της μορφής των μεγάλων Θεών. Βέβαια, κοσμογονίες, οι οποίες ανάλογα με τη θρησκεία μπορούν να θεωρηθούν ταυτόχρονα και θεογονίες υπήρχαν σε πολλούς, ίσως μάλιστα και σε όλους τους αρχαίους λαούς. Όλες ήταν προϊόν μιας βαθιάς ανάγκης της ανθρώπινης φύσης να δώσει συλλήβδην λόγο για την προέλευση του κόσμου και των πραγμάτων. 

Για τους Έλληνες, η μέθοδος για την επιβεβαίωση της θέλησης των Θεών, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, διότι όπως προαναφέρθηκε, η θρησκεία τους δεν στηρίζονταν σε ιερά βιβλία. Ο Όμηρος θεωρείται από πολλούς νεώτερους ερευνητές ως ο συγγραφέας της βίβλου του αρχαίου κόσμου και ερμηνευτής ή προφήτης ως ένα βαθμό της βούλησης του Θεού. Ήταν όμως συνηθισμένο κατά την αρχαιότητα να μεταχειρίζονται ή να θεωρούν τον ποιητή ως αλάνθαστο και Θεόπνευστο, γι’ αυτό και η επίκληση της μούσας ήταν επιβεβλημένη στην αρχή κάθε έπους. Σε άλλα πάλι σημεία, ο ίδιος ο ποιητής εμφάνιζε τον εαυτό του να καθοδηγείται από τη μούσα στη γνώση των γεγονότων. Βέβαια τόσο τα διάφορα Ελληνικά φύλα, όσο και οι Ρωμαίοι δεν μεταχειρίστηκαν τα έργα του Ομήρου, όπως οι Χριστιανοί τη βίβλο. Τα Ομηρικά έπη, όταν απαγγέλλονταν από τους ραψωδούς στα πανηγύρια, δεν αντιμετωπίζονταν σαν θρησκευτικά αποσπάσματα. Από όσα όμως είναι γνωστά, ούτε και οι κοινοί άνθρωποι τα μεταχειρίζονταν αυτά ως Ευαγγέλιο ή άλλο ιερό βιβλίο και δεν χρησιμοποιούσαν την Ιλιάδα, για θρησκευτική στήριξη ή καθοδήγηση. Για τον Έλληνα ή αργότερα το Ρωμαίο, που αναζητούσε το θεϊκό λόγο ή τη συμβουλή, η προσφυγή σε κάποιο προφήτη ή μάντη υποκαθιστούσε το βιβλίο.

Η επικοινωνία με τους Θεούς, την οποία θεωρούσαν σημαντική, απέρρεε και αυτή από τη βιολογική ανάγκη για κάθε σχεδίαση και προγραμματισμό των καθημερινών δραστηριοτήτων τους, για τις οποίες έπρεπε να επιβεβαιώνονται και από της θέλησή τους. Λόγω της απουσίας Ιερού Βιβλίου (Διαθήκης), η βούληση των Θεών δεν ήταν καταγεγραμμένη υπό μορφή εντολών ή διδασκαλίας, ως επιθυμία ή συμφωνία με τον άνθρωπο. Οι προφήτες μπορούσαν να είναι πολλών ειδών. Το ρόλο αυτό αναλάμβαναν άτομα προικισμένα με την ικανότητα να ερμηνεύουν τους διάφορους οιωνούς ή ήταν κάτοχοι ενός επίσημου ιερατικού τίτλου, που αναγνωρίζονταν από την πολιτεία. Ο προφήτης, ως ερμηνευτής της θελήσεως των Θεών, εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όπου και παρουσιάζεται κατά κανόνα σε μια απλή και πρωτογενή μορφή.

Ο Χρησμός συνόψιζε την τυπική και επίσημη επιθυμία κάποιου Θεού και συνήθως δίνονταν ως απάντηση σε μια επερώτηση, ενώ το μαντείο ήταν ο τόπος, όπου μπορούσε να προσφύγει τόσο η πόλη, όσο και ένας ιδιώτης. Οι χρησμοί με όποιο τρόπο παράγονταν και όποιος ήταν ο σκοπός που εξυπηρετούσαν, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του αρχαίου κόσμου σε πολλές περιόδους.

ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ Η ΚΟΤΤΟΥΣΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

 

                                                                  Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος

Σε μια ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Σιδηρόκαστρο πριν από ένα περίπου χρόνο, η παλαιοντολόγος κυρία Τσουκαλά παρουσιάζοντας τα κυκλώπεια απολιθώματα του παλαιοντολογικού μουσείου της Θερμοπηγής αναρωτήθηκε απευθυνόμενη στο ακροατήριο, εάν κυκλοφορεί κανένας μύθος στην περιοχή περί γιγάντων και τιτάνων. Το όνομα όμως, όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης είναι η ταυτότητά μας. Το μυθικό όνομα της πόλης, όσο και το νεώτερο της ιστορικό έλκουν την  προέλευση τους αντίστοιχα από το μύθο των Τιτάνων και την ισχυρή γεωστρατηγική θέση του βράχου, όπου κτίστηκε πολλούς αιώνες μετά, το Βυζαντινό της κάστρο.

Η παράδοση στην εξελικτική της διαδρομή, όπως συμβαίνει με τη χριστιανική λατρεία, ήταν αυτή που διατήρησε με τους μύθους ζωντανές τις πηγές, οι οποίες μας βοηθούν σήμερα ν’ ανακαλύπτουμε τις ρίζες του πολιτισμού μας. Ο μεγάλος μάλιστα Σουηδός θρησκειολόγος και μελετητής της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας Martin P. Nilsson, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Lund, αναφέρει ότι, οι μύθοι ήταν αυτοί που οδήγησαν  και στην ανακάλυψη της δόξας της εποχής του χαλκού. Ο Σλήμαν (Schliemann), πιστεύοντας φανατικά στον Όμηρο, ανακάλυψε όχι μόνο την Τροία, γύρω από τα τείχη της οποίας πολέμησαν ο Έκτορας με τον Αχιλλέα, αλλά και την πλούσια πόλη των Μυκηνών, όπου βασίλευε ο Αγαμέμνονας. Ο Άρθουρ Έβανς επίσης, ακολουθώντας το μύθο του λαβύρινθου, ανακάλυψε το παλάτι του βασιλιά Μίνωα στην Κρήτη.

                            Ερείπια οικισμού στην περιοχή του Ιερού του Μαύροι Βράχου

Οι μύθοι, τα ήθη και τα έθιμα, με τις παραλλαγές τους σε κάθε περιοχή, ταυτίζονται με κοινωνικές εκδηλώσεις και γεγονότα συνδεδεμένα με  την πίστη, τη λατρεία και τις δοξασίες κάθε λαού. Η μυθολογία επίσης, είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη δημιουργία, το φυσικό περιβάλλον και τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Αστερισμοί, επιβλητικά φυσικά τοπία, απόκρημνοι βράχοι, μαγευτικές ή άγριες κοιλάδες και μεγάλα ακόμη δέντρα, προκαλούσαν τη λαϊκή φαντασία και συνδέονταν με ονόματα περιοχών και πόλεων. Πολύ συνηθισμένη ήταν η σύνδεση του ονόματος ενός τόπου με το όνομα κάποιου θρυλικού ήρωα ή Θεού, όταν αυτό ταυτίζονταν με ένα ιερό ή ένα τάφο. Το όνομα  ενός τόπου το συναντούμε και σ’ άλλες περιοχές. Όλυμπος υπήρχε στη Βιθυνία, Όλυμπος και στην Πιερία. Πάντοτε όμως μια ιστορική συγγένεια ή ένας μύθος συνέδεε το παλιό με το νέο όνομα, όπως συνέβη και το 1922  με τη μετακίνηση των προσφύγων από τη Θράκη, την Ιωνία και τον Πόντο, οι οποίοι έδωσαν στους νέους τόπους εγκατάστασης τους, τα ονόματα των πατρίδων τους.

Η μυθική Κοττούσα, τοποθετείται  από πολλούς ιστορικούς, ερευνητές και γεωγράφους, στη σημερινή θέση του Σιδηροκάστρου. Στην περιοχή μάλιστα αυτή αναφέρεται ότι βρέθηκαν κατά την Τουρκοκρατία, μικρά χάλκινα νομίσματα του 2ου π.Χ αιώνα (168 π.Χ), τα οποία είχαν στη μια τους όψη την κεφαλή γενειοφόρου Ηρακλέους και στην άλλη ένα ρόπαλο με την επιγραφή «ΚΟΤΤΟΥΣΑΙΩΝ». Τέτοια νομίσματα με την κεφαλή του προπάτορα του Βασιλικού οίκου των Τημενιδών Αργειδών Μακεδόνων, εμφανίζονται για πρώτη φορά επί Περδίκα Β΄, από τον 4ο π.Χ αιώνα. Η λατρεία όμως του Ηρακλή ως Θεού της υγείας και της σωματικής ρώμης, όπως προκύπτει από το έργο του Λουκιανού «Δραπέται, 24» ήταν πολύ διαδεδομένη στη Θράκη, όπου ανήκε η περιοχή μέχρι τον 4ο πΧ αιώνα. Ένας μεγάλος αριθμός, Θρακών λατρευτών του Ηρακλή, υπήρχε σε όλη τη Θρακική επικράτεια, ενώ σε κάθε γωνιά της υπήρχαν μνημεία της λατρείας του. Η παράσταση του Ηρακλή υπήρχε στα νομίσματα όλων σχεδόν των πόλεων της Θράκης και ήταν συνήθης η λατρεία του στις κοιλάδες του Στρυμόνα και του Έβρου, όπως και ο σχετικός μύθος με τα βόδια του Γηρυόνη.

Το όνομα Κοττούσα, ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα κοττώ, που σημαίνει κτυπώ-κοπανώ. Συνδέεται όμως και με το μύθο, που αναφέρει ότι ο Κοττός, ήταν ένας από τους Εκατόγχειρες γιούς του Ουρανού και της Γαίας. Σύμφωνα με τον Όμηρο (Ιλιάδα Ξ 201) στο μύθο περί των Τιτάνων, οι Θεοί της αρχαίας μυθολογίας ήσαν τέκνα του Ουρανού και της Τηθύος. Κατά το μεταγενέστερο, αλλά ευρύτερα διαδεδομένο μύθο του Ησιόδου (Θεογονία 133-138), ήσαν τέκνα του Ουρανού και της Γαίας. Ονόματα σχετικά με το μύθο της δημιουργίας, των φυσικών τοπίων και των φαινομένων δίδονταν συχνά σε πόλεις και περιοχές, στην προσπάθεια του αιτιολογικού μύθου να δώσει εξηγήσεις για την προέλευση του ανθρώπου, του πολιτισμού του και τη δημιουργία του κόσμου, όπου κινούνται άνθρωποι. Ο Δημιουργός όμως στο μύθο δεν είναι θρησκευτική θεότητα, αλλά μυθολογική, γι’ αυτό και δεν έχει καθορισμένη λατρεία.
           
Από το μύθο της κοσμογονίας του Ησίοδου μαθαίνουμε ότι, ο Ουρανός έπεσε και σκέπασε ολότελα τη Γαία,  κρύβοντας στα σωθικά της τα παιδιά του. Η Γαία όμως, για να γλυτώσει από το σκοτάδι και το βάρος του, έπεισε το γιο της, τον Κρόνο, να τους χωρίσει κόβοντας τα γεννητικά όργανα του πατέρα του. Αυτός δε τον καταράστηκε με αποτέλεσμα, να καταπίνει τα εκ της σχέσεως του με τη  Ρέα τέκνα του. Η Ρέα κατόπιν, με συμβουλή της μητέρας της Γαίας, γέννησε κρυφά στην Κρήτη το Δία, δίδοντας στον Κρόνο να καταπιεί μια πέτρα σπαργανωμένη, όπως το βρέφος.

Για την εκθρόνιση του Κρόνου από το Δία, οι πληροφορίες των αρχαίων είναι ολιγόλογες και ασαφείς. Για να επιβάλλει όμως ο Ζεύς ή Δίας, οριστικά την εξουσία του, αναγκάστηκε να υπερνικήσει ορισμένες αντιδράσεις. Η πρώτη πάλη του Δία έγινε με τους Τιτάνες, οι οποίοι, αν και απελευθερώθηκαν από αυτόν από τον Τάρταρο, όπου είχαν ριφθεί από τον πατέρα τους, δεν ανέχονταν τη στέρηση της εξουσίας τους από τους Ολύμπιους Θεούς, οι οποίοι ήταν μεταγενέστεροι από αυτούς. Έτσι, όπως με δραματικότητα, παραστατικότητα και επική μεγαλοπρέπεια περιγράφει ο Ησίοδος (Θεογονία 617-819), άρχισε ένας φοβερός αγώνας μεταξύ των Τιτάνων, που κατέλαβαν την Όθρυ και των Ολυμπίων Θεών, υπό την ηγεσία του Δία.

Παραλλαγές αυτού του μύθου αναφέρονται και για άλλες περιοχές με τα φυσικά χαρακτηριστικά των δύο ορεινών όγκων, όπως συμβαίνει και με τους τόπους της Χριστιανικής λατρείας. Ο αγώνας των τιτάνων διήρκεσε επί μια δεκαετία, έως ότου ο Ζεύς με τη συμβουλή της Γαίας, ελευθέρωσε τους τρείς έγκλειστους στον Τάρταρο Κύκλωπες, Βρόντη, Στερόπη και Άργη. Οι Κύκλωπες αυτοί, αφού δώρισαν  στο Δία από ευγνωμοσύνη τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, άρχισαν να εκσφενδονίζουν μαζί με τους τρεις Εκατόγχειρες, Κοττό, Βρυάρεο και Γύη, τεράστιους Βράχους κατά των Τιτάνων, τους οποίους καταπλάκωσαν. Αφού τους έδεσαν, τους μετέφεραν και τους έκλεισαν στον Τάρταρο, βαθειά μέσα στη γη, όπου τους φρουρούσαν οι Εκατόγχειρες. Ένας λοιπόν εκ των τριών Εκατόγχειρων ήταν και ο Κοττός από τον οποίο πιθανό προέρχεται το όνομα  Κοττούσα, λόγω και της ταύτισης του γεωφυσικού περιβάλλοντος της περιοχής με το μύθο. Το Δία στον αγώνα του για επικράτηση τον βοήθησαν και μερικοί από τους Τιτάνες, όπως ο Ωκεανός, ο Προμηθέας γιος του Τιτάνα Ιαπετού και άλλες Τιτανίδες, όπως η Θέμις και η Μνημοσύνη, οι οποίες έγιναν και γυναίκες του.

Ο μύθος της Τιτανομαχίας, αν και έχει κοινή προέλευση με άλλους ανάλογους, που συναντώνται στη μυθολογία όλων των λαών της Αρείας – Ινδοευρωπαϊκής φυλής, δεν μπορεί να ταυτιστεί με αντίστοιχους, που εξιστορούνται στη Θεογονία. Σχετικοί με το μύθο αυτό είναι ο αναφερόμενος στη Βεδική ποίηση των Ινδών, πάλη των Δέβας, οι οποίοι ήταν Θεοί του φωτός κατά των Ασσούρα δαιμόνων των νεφών και ο αγώνας των Αμσαμπέτ, των καλών πνευμάτων, προς τους Δαέβες, τα πονηρά πνεύματα της Περσικής μυθολογίας.

Η αφήγηση του Ησιόδου φαίνεται επίσης επηρεασμένη και από την αναπαράσταση, με ισχυρή ποιητική φαντασία, των μεγάλων γεωλογικών μεταβολών, οι οποίες κατά τους πανάρχαιους χρόνους αναστάτωσαν το έδαφος της Ελλάδος. Γι’ αυτό ο μύθος των Τιτάνων διαφέρει από περιοχή σε περιοχή συνδεόμενος με ανάλογες περιγραφές, που συναντώνται στις μυθολογίες άλλων ξένων λαών. Ο μύθος των Τιτάνων συγχέεται ακόμη, από τους μετέπειτα ποιητές, με τη Γιγαντομαχία, στην οποία αναφέρονται και πολλά άλλα ονόματα Τιτάνων, όπως ο Άτλας, ο Προμηθέας, ο Απόλλων, ο Ήρως, ο πατέρας της Εκάτης Πέρσης και όλοι οι απόγονοι του Ουρανού και της Γαίας.

Υπάρχουν βέβαια πολλές παραδόσεις για τον Ουρανό και τη Γαία. Σύμφωνα με μια από αυτές, που αναφέρεται από τον Διόδωρο, ο Ουρανός αγάπησε την Τιταία μία ωραιότατη θνητή, την οποία πήρε για σύζυγό του. Με την γυναίκα αυτή απόκτησε δέκα οκτώ τέκνα, τα οποία ονομάστηκαν Τιτάνες, από το όνομα Τιταία. Επειδή όμως, η Τιταία ήταν μία γυναίκα αγαθή και σώφρων, προσφέροντας πολλές υπηρεσίες στους συνανθρώπους της, αυτοί την ανακήρυξαν μετά το θάνατό της Θεά και της έδωσαν το όνομα της Γαίας, η οποία ευεργετεί τους ανθρώπους.

Στην Ελληνική μυθολογία τόσο ο Ουρανός, όσο και η Γαία έχουν πάρει ανθρώπινη μορφή, όπως και οι άλλες παρόμοιες θεότητες, του Ωκεανού, του Ήλιου, της Σελήνης κλπ. Οι παραδόσεις για τη Γαία, είναι ευνόητο να ποικίλουν και από τόπο σε τόπο, διότι η Θεά αυτή συνδέονταν, αλλού με τη μία και αλλού με την άλλη τοπική θεότητα. Στην Κρήτη θεωρείται ως σύζυγος ενός των Κουρητών, ενώ οι βόρειοι Σκύθες την ήθελαν ως σύζυγο του Δία. Συνηθέστατα συγχέεται η λατρεία της Γαίας με τη λατρεία άλλων θεοτήτων, τις οποίες υποκαθιστά ή υποκαθίσταται από αυτές, παίρνοντας τα ονόματά τους ως επώνυμα. Συνηθέστατη είναι η συνταύτιση της Γαίας με τη Δήμητρα, της οποίας το όνομα προέρχεται από το Γαία-μήτηρ. Εκ του Ινδοευρωπαϊκού (Ντ=Γ) Γα-μήτηρ = Ντα-μήτηρ και σε Ελληνική παράφραση (Δη-μήτηρ και Δήμητρα). Οι Φρύγες συνταύτιζαν τη Γαία με την Κυβέλη και οι Αιγύπτιοι με την Ίσιδα. Οι Έλληνες με τη Ρέα, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και όχι σπάνια με την Ήρα ή την Εστία.

Στις περισσότερες των παραστάσεων η Γαία εμφανίζεται ως γυναίκα με πολλούς μαστούς. Ο συμβολισμός αυτός προσδίδει στη μεγάλη Θεά το χαρακτηρισμό της τροφού, που τρέφει τους πάντες. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το άγαλμα της θεάς, που βρέθηκε στην Αθήνα, η οποία ικετεύει το Δία να βρέξει. Εκτός όμως από την έννοια της διατρέφουσας τους πάντες Γαίας, λατρεύονταν η Θεά και ως μητέρα όλων των γηγενών ενός τόπου. Η λατρεία αυτή είναι αρκούντως χαρακτηριστική και στην κατά το Σωκράτη έννοια της πατρίδος, την οποία χαρακτηρίζει τροφό των κατοίκων της.

Μία εκδήλωση, που δείχνει τη στενότατη ταύτιση της Θεάς Γαίας με τη γη, είναι η προκύπτουσα, από πολλές πηγές, παράδοση, σύμφωνα με την οποία αυτή ίδρυσε το πρώτο μαντείο. Αρχαιολογικά και τοπογραφικά στοιχεία επιβεβαιώνουν επίσης τον ουσιώδη ρόλο του νερού στη χρησμοδοσία των μαντείων. Αντίστοιχα δε φυσιοκρατικά στοιχεία εξηγούν το λόγο για τον οποίο τα πρώτα μαντεία ήταν αφιερωμένα στις χθόνιες θεές, όπως ήταν η Γαία και κατόπιν η Θέμις.  

Με τη Γαία συνδέονται και ορισμένες πρακτικές, οι οποίες  επιβεβαιώνονται περισσότερο από υπαινιγμούς, παρά από συγκεκριμένες μαρτυρίες. Τέτοιες είναι οι νυκτερινές χρησμοδοσίες ή η τελετουργία της ονειρομαντείας, η οποία συνδέεται με τη διαδικασία του υπνωτισμού, όπως συνέβαινε στα Ασκληπιεία. Είναι γνωστό βέβαια ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ίδρυαν τόπους λατρείας, μαντεία, νεκρομαντεία, Χαρώνεια άντρα, Αχερώνεια κέντρα και Ασκληπιεία σε σημεία, όπου υπήρχαν «προσβάσεις» στον κάτω κόσμο, όπως ήταν τα σπήλαια, από τα οποία ανέβλυζαν ή υπήρχαν υπόγεια νερά και ποτάμια.

Για τους προϊστορικούς  Έλληνες, η Γαία ήταν η υψηλή μητέρα, η οποία προσφωνούνταν ως «Παν-γαία». Λατρεύονταν δε και στην περιοχή του Στρυμόνα, όπως προκύπτει από το όνομα του χρυσοφόρου όρους Παν-γαίου (Παγγαίου). Το προσωνύμιο της Παν-αγίας δόθηκε πολλούς αιώνες αργότερα από τη Χριστιανική λατρεία και στη Μαρία τη μητέρα του Χριστού. Στους Χριστιανικούς χρόνους η Παν-γαία γίνεται Παναγία και τη συναντούμε στην Αγιογραφία κρατούσα το Θείο βρέφος στην αγκάλη της, όπως παριστάνεται η Θεά Ίσις σε ανάγλυφα, που έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο. 

 

Με το όνομα Σκοττούσα Πελασγιώτις, αναφέρει ο στωικός φιλόσοφος, ιστορικός και γεωγράφος  Στράβων, που γεννήθηκε μεταξύ των ετών 68-63 π.Χ στην Αμάσεια του Πόντου και πέθανε το 20-23 μ.Χ, μυθική πόλη με την οποία συνδέονταν προϊστορικό μαντείο. Είναι όμως πολύ πιθανό να πρόκειται για παράφραση του ονόματος Κοττούσα. Το μαντείο αυτό κατά την παράδοση, μεταστάθμευσε με χρησμό του Απόλλωνα στη Δωδώνη, όταν κάηκε το ιερό του δέντρο και έτσι ιδρύθηκε το νέο Μαντείο στη θέση αυτή. Το δέντρο και όχι το ιερό, όπως είναι γνωστό, ήταν το χαρακτηριστικό των πρώτων μαντείων. Από το θόρυβο που έκαναν τα κλαδιά του πρόβλεπαν οι μάντεις τα μελλούμενα. Τη Σκοττούσα αυτή, όπως παραφράστηκε το όνομα και στο Νομό Σερρών, την τοποθετεί ο Στράβων στη Θεσσαλία, μεταξύ Φερών και Φαρσάλων. Κατά τον Ηρόδοτο όμως ολόκληρη η Ελλάδα ονομάζονταν Πελασγία (…της νυν Ελλάδος πρότερον Πελασγίας καλεομένης…). Πόλη βέβαια, με το όνομα Φέρες λόγω του στενού περάσματος του Έβρου στην περιοχή αυτή, συναντούμε και στον Έβρο.
«…Κατ’ αρχάς μεν ουν, άνδρες ήσαν οι προφητεύοντες. Και τούτ’ ίσως και ο ποιητής εμφαίνει υποφήτας γαρ καλεί, εν οίς τάττοιντο καν οι προφήται. Ύστερον δ’ απεδείχθησαν τρείς γραίαι, επειδή και σύνναος τω Διί προσαπεδείχθη και η Διώνη. Σουίδας μέντοι Θετταλοίς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος, εκείθεν τε φησίν είναι το ιερόν μετενηνεγμένον εκ της περί Σκοτούσσαν Πελασγίας (έστι δ’ η Σκοτούσσα της Πελασγιώτιδος Θετταλίας) συνακολουθήσαι τε γυναίκας τας πλείστας, ων απογόνους είναι τάς νύν προφήτιδας. Από δε τούτου και Πελασγικό Δία κεκλήσθαι.
Κινέας δ’ έτι μυθωδέστερον.
Κινέας δε φησί πόλιν εν Θεσσαλία είναι και φηγόν και το του Διός μαντείον εις Ήπειρον μετενεχθήναι, Stephanus in Δωδώνη. Ήν δε πρότερον περί Σκοτούσσαν, πόλιν της Πελασγιώτιδος το χρηστήριον. Εμπρησθέντος δ’ υπό τινων του δέντρου μετηνέχθη κατά χρησμό του Απόλλωνος εν Δωδώνη. Εχρησμώδει δ’ ού δια λόγων, αλλά διά τινων συμβόλων, ώσπερ το εν Λιβύη Αμμωνιακό…».

Για το μαντείο της Δωδώνης, η ίδρυση του οποίου συνδέεται με το όνομα της Σκοττούσας της Πελασγιώτιδας υπάρχει και μία άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται από τον Ηρόδοτο (ΙΙ, 52 κ. 6), η οποία διεκδικεί την πατρότητα και το πρωτείο. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι θεωρούμενοι ως πρόγονοι των Ελλήνων, Πελασγοί, λάτρευαν τους Θεούς, χωρίς να γνωρίζουν τα ονόματά τους, τα οποία έμαθαν αργότερα από τους Αιγυπτίους. Τα ονόματα όμως των γνωστών θείων όντων, που αναφέρονται στα Ινδικά κείμενα, τις Βέδες (10ος π.Χ αιώνας), είναι συγγενή με τα ελληνικά και λέγεται μάλιστα ότι συμπίπτουν. Η θεωρία επίσης του μαντείου της Δωδώνης, όπως την ακούμε στο άσμα των ιερειών, που ονομάζονταν Πηλειάδες, διακρίνει το θείο και τον κόσμο, σε δύο μεγάλες δυνάμεις:
«Ο Ζεύς ήταν, ο Ζεύς είνε, ο Ζεύς θα ήναι, ω κραταιέ Ζεύ!
Η Γη γεννάει τους καρπούς, γι’ αυτό να τη λατρεύετε Σα μάννα!».
           
Το άσμα αυτό ίσως υποδήλωνε μια πραγματική και μια δεκτική δύναμη. Πιθανόν  όμως, ο περιηγητής Παυσανίας (Ι, 24,3) να είχε υπ’ όψη του και ένα γλυπτό, όπου η Γαία ικετεύει το Δία για βροχή.


                                               2. Η λατρεία του Ιερού δέντρου μέχρι  σήμερα .
Φωτογραφία από το πανηγύρι του Αγ. Γεωργίου του Κουδουνά, στα Πριγκιπόννησα της Κων/πολης.  Η λατρεία του Αγίου Γεωργίου συνδέεται με την αντίστοιχη λατρεία του ήρωα της Θράκης.

Από αναφορά του Θουκυδίδη, διαπιστώνεται ότι, οι Αθηναίοι κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου αποτανθέντες στο Μαντείο της Δωδώνης ακολούθησαν τη συμβουλή του και εγκαινίασαν επίσημα τη λατρεία της Θρακικής Θεάς Βενδίδας, που δείχνει μια σύνδεση του Μαντείου αυτού με τη λατρεία της Θράκης. Στα κατώτερα μάλιστα στρώματα του μαντείου αυτού έχουν εντοπιστεί ίχνη Θρακικής λατρείας.

Σε πολλά Χριστιανικά αγιάσματα ακόμη και σήμερα σε περιοχές του Νομού Σερρών και ιδίως του Παγγαίου και της Βισαλτίας, συναντούμε τη συνήθεια της λατρείας του ιερού δέντρου, πάνω στο οποίο οι προσκυνητές αφήνουν ή κρεμούν διάφορα προσωπικά τους αντικείμενα ή τεμάχια υφασμάτων, ως αναθήματα ή τάματα.

Το όνομα συνεπώς Κοττούσα, αν δεχθούμε ότι προέρχεται από τον Κοττό, συνδέεται στενά με το μύθο των Τιτάνων και τη γέννηση ή την επικράτηση του δωδεκαθέου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στον ίδιο μύθο παίζουν οι κύκλωπες, οι βράχοι, τα νερά και τα σπήλαια, τα οποία διαθέτει το γεωφυσικό περιβάλλον της περιοχής του Σιδηροκάστρου. Ο σχετικός μύθος  του Στρυμόνα συνδέει  επίσης την περιοχή και με τον Πελασγό, ο οποίος έφερε τη σιτοκαλλιέργεια στην Ελλάδα. Από τους Σίρρους, που ήταν υπόγειοι χώροι αποθήκευσης των Δημητριακών είναι πολύ πιθανό να επικράτησε και το όνομα αι Σέρραι, αφού ο αστερισμός του Σίρριου, όπως υποστηρίζουν πολλοί ότι προέρχεται το όνομα, βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο και ήταν άγνωστος στην περιοχή.

Μία από τις κόρες του Στρυμόνα, η Νέαιρα ή η Ευάνθη παντρεύτηκε τον Άργο, γιο του Δία και της Νιόβης, ο οποίος ήταν αδελφός του Πελασγού. Τα μυθολογικά στοιχεία, οδηγούν στην εκδοχή, για την ύπαρξη κάποιας σχέσης μεταξύ της Κοττούσας και όχι Σκοτούσσας της Οδομαντικής με την Κοττούσα την Πελασγιώτιδα, όπου κατά τον Στράβωνα υπήρχε μαντείο. Κατά τη μαρτυρία του Πλουτάρχου («Βίος Θησέως» 27), επιδεικνύονταν τάφοι των Αμαζόνων στη Θεσσαλία (στην περιφέρεια της Σκοτουσσαίας, εντός της αρχαίας ταύτης πόλεως και στις Κυνός Κεφαλές), όπως και στην περιοχή της Χαιρώνειας. Εξ αυτών των πηγών πιθανόν προέρχεται και η αναφορά του Στράβωνα, για την Σκοττούσα την Πελασγιώτιδα και το μαντείο της. Όπως όμως εκτιμούν πολλοί, υπήρξε κάποια μυθολογική  κάθοδος των Αμαζόνων από τη Θράκη στην Αττική δια της Θεσσαλίας και Βοιωτίας, αλλά δεν διευκρινίζεται η σχέση τους με τις ιστορούμενες εποικήσεις των Θρακών στη Βοιωτία και την Αττική.

Συγγενικό με το Κοττούσα είναι και το όνομα της Θρακικής Θεότητας Κόττυος, εκ του οποίου προέρχεται η ονομασία των «Κοττύτιων μυστηρίων», για τα οποία μας αναφέρει ο Στράβων (Χ,10) και κάνει σχετική αναφορά ο Αισχύλος στο απολεσθέν έργο του «Ηδωνοί».

Η Διονυσιακή επίσης λατρεία, η οποία εντοπίζεται στη Θράκη από τα Πελασγικά ακόμη χρόνια είναι βέβαιο ότι επικρατούσε και στην περιοχή του Στρυμόνα. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Διόνυσος είχε ανατραφεί σε κάποιο φανταστικό τόπο, κάποιο δροσερό ορεινό λειμώνα ή και κάποιο Θρακικό όρος με το όνομα Νύσα, που αποτέλεσε και το δεύτερο συνθετικό του ονόματός του, Διός-νυσος= Διόνυσος. Κατά τον καθηγητή Σβορώνο, ο Διόνυσος και η λατρεία του πρωτοεμφανίστηκαν στο Παγγαίο, όπου μάλιστα κατά τον ίδιο υπήρχε και το αναφερόμενο τοπωνύμιο Νύσα ή η πόλη Νυσήιον ή Νύσιον. Ο Ευστάθιος επίσης αναφέρει: «Νυσήιον δε ενταύθα όρος τι Θράκης ό και Νύσα λέγεται, αφ’ ης ο Διόνυσος ωνόμασθαι δοκεί κατά το Νύσια, όπερ εστί Διονυσιακά».

Ο Ηρόδοτος και ο Ευριπίδης αναφέρουν ότι στην κορυφή του Παγγαίου υπήρχε Μαντείο του Διονύσου, το οποίο, όπως πολλοί ισχυρίζονται, βρίσκονταν σε κάποιο από τα σπήλαια της περιοχής. Οι Οδόμαντες, που εκμεταλλεύονταν τα χρυσορυχεία του Παγγαίου, και κατοικούσαν αρχικά στην περιοχή του Παγγαίου, εγκαταστάθηκαν, όταν εκδιώχθηκαν το 479 π.Χ από τους Ηδωνούς, ανατολικά του Στρυμόνα στην περιοχή μεταξύ του σημερινού όρους Αγκίστρου -Σιδηροκάστρου μέχρι νοτίως Σερρών. Όπως και οι υπόλοιποι Θράκες, λάτρευαν τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου και είχαν προστάτη τους το Θεό Απόλλωνα.

Ο Οδόμας, από το όνομα του οποίου προέρχεται και η ονομασία της Οδομαντικής, της μεταξύ Στρυμόνος και Νέστου γεωγραφικής περιοχής, η οποία έφθανε μέχρι τα ΒΑ σύνορα της Θράκης με τη Μακεδονία, ήταν κατά τη μυθολογία γιός του Παίονος, ο οποίος με τη σειρά του ήταν γιος του Θεού Άρη και της Καλλιρόης, η οποία ήταν θυγατέρα του Νέστου. Ήταν δε αδελφός του Βίστονος και του Ηδωνού. Η σύνδεση του ονόματος αυτού με το Παγγαίο, δεν αποκλείει και την εκδοχή το όνομα Οδόμαντες να είναι σύνθετο, (οδό-μαντες) συνδεόμενο με μάντεις, που έδειχναν το δρόμο του μέλλοντος, οι οποίοι υπηρετούσαν την  Παν-γαία την πρώτη θεότητα που ίδρυσε μαντεία.

Οι Οδόμαντες ήσαν Παίονες, ενώ κατά τον Θουκυδίδη Θράκες. Ήσαν όμως αυτόνομος λαός με δικό τους ηγεμόνα. Κατά την περίοδο των Περσικών πολέμων δεν υποτάχτηκαν στους Πέρσες, ενώ αργότερα υπηρέτησαν στον Αθηναϊκό στρατό και στη συνέχεια υποτάχτηκαν στο Φίλιππο το Β΄, πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου. Όπως αναφέρουν ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, οι Οδόμαντες εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία αργύρου και χρυσού του Παγγαίου, ενώ μεταλλεία υπήρχαν και στο Άγκιστρο, τα οποία έχουν εντοπιστεί σήμερα από το ΙΓΜΕ.

Όπως συνάγεται από το μύθο και την παράδοση, είναι πολύ πιθανό και οι Κοττουσαίοι, οι οποίοι ήταν Οδόμαντες, να λάτρευαν τη Γαία από την περίοδο, που διάφοροι λαοί,  οι οποίοι εξέθρεψαν άλλους πολυθεϊσμούς, άρχισαν να εισέρχονται σε μια εποχή πνευματικής κρίσεως. Σχετική με το μύθο του  όρους Παγγαίου (Παν-γαίον, όρος της Παν- Γαίας), το οποίο, αναφέρεται ως ιερό βουνό είναι και η δοξασία για το σημερινό Άγιο όρος. Ο Άθως, που βρίσκεται απέναντι από το Παγγαίο είναι πολύ πιθανό να χαρακτηρίστηκε από τη Χριστιανική λατρεία ως Περιβόλι της Παναγιάς, για να συνεχίσει την παράδοση, περί της Παν-γαίας, αλλά και την αντίθεση στην ειδωλολατρία. Το ίδιο φαινόμενο συναντούμε άλλωστε και με τις άλλες θεότητες του δωδεκαθέου, οι οποίες υποκαταστάθηκαν από τη Χριστιανική λατρεία από τους δώδεκα αποστόλους και αντίστοιχους αγίους ή προφήτες.

              3. Είσοδος Ιερού του Πάνα , Απόλλωνα και Αρτέμιδος στην κοιλάδα παρά το Μαύρο Βράχο του Σιδηροκάστρου
Στο σημείο αυτό βρέθηκαν κολώνα Ιωνικού ρυθμού βάσεις κιόνων και τεμάχια μαρμάρινων αγαλμάτων των τριών θεοτήτων.

Την επιβλητική κοιλάδα του Σιδηροκάστρου, όπου εντοπίζονται ίχνη προϊστορικού οικισμού και ανακαλύφθηκε πρόσφατα ιερό του Απόλλωνα, του Πάνα και της Αρτέμιδος, όπως μαρτυρούν τα ολόσωμα αγάλματα των θεών αυτών και η μαρμάρινη κολώνα Ιωνικού ρυθμού, που ήλθαν στο φως, την διασχίζει ο ποτ. Κρουσοβίτης, ο οποίος έχει όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά του ποταμού των Δελφών. Ο ποταμός των Δελφών ως γνωστόν,  ταυτίστηκε με τον πύθωνα του μύθου, τον οποίο δάμασε ή φόνευσε ο Απόλλωνας, διότι προκαλούσε με τα ορμητικά του νερά σε περιόδους  βροχοπτώσεων ζημιές στις αγροτικές καλλιέργειες. Αντίστοιχες ζημιές, προκαλούσε μέχρι τα τελευταία χρόνια και ο ποταμός Κρουσοβίτης στην περιοχή του Σιδηροκάστρου.

Το μυστηριακό τοπίο της κοιλάδας του Σιδηροκάστρου με τα σπήλαια, που αποτελούσαν τόπους άντλησης δύναμης, τους καταρράκτες και τα υπόγεια νερά, στη θέση Ζεστά Νερά, είναι πολύ λογικό να συνδέθηκε στην ανθρώπινη φαντασία με το μύθο και τη λατρεία του Απόλλωνα, του Πάνα και της Αρτέμιδος όπως  συμβαίνει και σήμερα με τη Χριστιανική λατρεία. Το φυσικό περιβάλλον της κοιλάδας αυτής, όπου δεσπόζουν ο Μαύρος Βράχος και ο βράχος του Κάστρου με τα σπήλαια, που προκαλεί και σήμερα την ανθρώπινη φαντασία, είναι πολύ λογικό να προκάλεσε στον πρωτόγονο άνθρωπο σχετικούς συνειρμούς με το  μύθο των Τιτάνων, εκ του οποίου προέρχεται και το όνομα της Κοττούσας.  Σε πλήθος θρύλων και μυθικών αντιλήψεων, που είναι κοινοί σε Έλληνες και τους άλλους Αρίους, έχουν εντοπισθεί δοξασίες συγγενικές με αυτές των Ελληνικών Θεών, που συνδέονταν με τοπωνύμια. Στα αρχαία φύλα, ανάμεσα στα οποία ανήκαν και οι Παίονες, που ήταν Ινδο-Ευρωπαϊκό ελληνικό θρακικό φύλο, επιβίωναν ακόμη οι αντιλήψεις πάνω στο θεμελιώδες κεφάλαιο της πίστης των Αρίων. Ήταν λογικό συνεπώς να καλλιεργείται η φιλοσοφική σκέψη και να επικρατεί στην περιοχή της Παιονικής, της Θράκης και της Μ. Ασίας ολόκληρη η αντίληψη για τον κόσμο των Θεών και των θείων δυνάμεων της Αρίας φυλής.

Τα μυθολογικά στοιχεία, ενισχύουν ακόμη και την εκδοχή να λειτουργούσε στο ιερό του Απόλλωνα, του Πάνα και της Αρτέμιδος, που ανακαλύφθηκε στην περιοχή των σπηλαίων του Σιδηροκάστρου, μαντείο ή Ασκληπείο προγενέστερο των Δελφών ή της Δωδώνης. Η  συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας, όπως συνέβη και σ’ άλλες περιοχές, είναι πολύ πιθανό να επιβεβαιώσει τους μύθους.