Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΩΝ ΟΔΟΜΑΝΤΩΝ ΚΟΤΤΟΥΣΑΙΩΝ


                                                                                                 Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος
                Η θρησκεία των Κοττουσαίων, των πρώτων κατοίκων του Σιδηροκάστρου, αποτελεί ένα μεγάλο και ανεξάρτητο αντικείμενο έρευνας, διότι μπορεί να διερευνηθεί μόνο αναφορικά με τις επιρροές που δέχονταν η περιοχή από άλλους πολυθεϊσμούς του αρχαίου κόσμου. Το εθνογραφικό υπόβαθρο των προϊστορικών της χρόνων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού ο σχηματισμός της αποκαλούμενης υστερογενώς, ως Ελληνικής Εθνότητας από συστατικά των Πελασγών, των Καρών, των Τυρρηνών, των Λελέγων κλπ, παραμένει ακόμη αντικείμενο υποθέσεων. Παράλληλα είναι αδύνατο να προσδιοριστούν και τα ψυχολογικά στοιχεία, ως προς την εμφάνιση της θρησκείας μεταξύ πληθυσμών, που ανήκουν σε πρώιμες πολιτιστικές περιόδους. Μόνο διαισθητικά μπορούμε σήμερα να συνθέσουμε αυτή την περίοδο, αφού η περιοχή αυτή περιβάλλονταν από ένα αριθμό ισχυρών στοιχειακών δυνάμεων, οι οποίες είχαν εν μέρει αποκτήσει μια ορισμένη και τρομερή ως επί το πλείστον συγκροτούμενη από ανθρώπινα και ζωικά γνωρίσματα προσωπικότητα. Οι δυνάμεις αυτές ήδη από τη δράση τους είχαν την αφετηρία τους στο μύθο, ο οποίος ίσως ανήκε και στη φυλετική κληρονομιά της Αρίας ή καθολικά ανθρώπινης πίστεως. Η πίστη αυτή, ήταν σε ένα βαθμό αρχέγονη στη φαντασία των συγγενών Ελληνικών φύλων, διαφοροποιούμενη στη συνέχεια κατά τόπους, ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε το κάθε ένα και τα στοιχεία της φύσης που αντιμετώπιζε.
               
Τα στοιχεία της φύσης, που ήταν δύσκολο να εξηγηθούν με φυσικούς νόμους, μυθοποιούνταν ως συγκρούσεις μεταξύ φυσικών δυνάμεων προσωποποιούμενα ως φτερωτά τέρατα ή αποτρόπαιοι δαίμονες. Απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις του κακού εμφανίζονται οι δωροδότιδες θεότητες, οι οποίες προστατεύον τον άνθρωπο και τον βοηθούν ν’ ανταπεξέλθει σ’ αυτά. Έτσι του χαρίζουν τη φωτιά, την οποία αρχίζει να λατρεύει, ενώ οι διάφορες καταστάσεις της θάλασσας εμπνέουν τη φαντασία του και δημιουργούν διάφορους μύθους. Η λατρεία συνεπώς συνδέεται στενά με τις ασχολίες του οικογενειάρχη στο κοπάδι ή στο χωράφι του, του ναυτικού με τη θάλασσα και του πολέμαρχου με τις επιτυχίες του στρατεύματος του. Είναι πολύ λογικό βέβαια να υπήρχαν και αρκετοί ιεροί τόποι, όπου εξέφραζαν τα συναισθήματα τους, αφιερωμένα στα θεία ή δαιμονικά όντα, που ήταν στενά συνδεδεμένα με το χθόνιο κόσμο και τη γη.  Ο Ηρόδοτος (ΙΙ, 53), για την εξελικτική αυτή πορεία αναφέρει ότι: « Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, που τους θεωρώ τετρακόσια χρόνια αρχαιότερους μου, δημιούργησαν τη Θεογονία των Ελλήνων, διανέμοντας στους Θεούς προσωνυμίες, ειδικότητες και λατρείες δίδοντας στον καθένα και την οικεία του μορφή». Οι ραψωδοί οι οποίοι περιφέρονταν από τόπο σε τόπο ήταν πιθανόν οι πρώτοι εξερευνητές και δάσκαλοι της Ελληνικής γλώσσας, που δημιούργησαν και το επικό ιδίωμα, το οποίο ήταν καταληπτό από τους Έλληνες όλων των διαλέκτων.
               
Οι Ορφικοί, από τον 7ο π.Χ αιώνα και μετά, προίκισαν τον ήρωα τους, ο οποίος αρχικά ήταν μια μυθική εικόνα της υμνολογίας. Με τις μυήσεις, τους εξαγνισμούς, τις θεραπείες και τις αποτροπές της θείας οργής, έβρισκαν καθολική συναίνεση, με αποτέλεσμα ο Αριστοφάνης ν’ αποδίδει στον Ορφέα και το Μουσαίο, ως αυτονόητες τις μυήσεις, τις θεραπείες και τους χρησμούς. Η αποστολή των ραψωδών κάλυπτε τη ζωή των πρωτόγονων ανθρώπων, οι οποίοι πίστευαν ότι το άσμα τους γίνονταν με τη μεσολάβηση των Θεών δια των μουσών, οι οποίες ήταν και η ψυχή του άσματος τους.
               
Η παράδοση αναφέρει ότι ο Ορφέας θάφτηκε από τις μούσες στη Λέσβο, όπου και ιδρύθηκε ομώνυμο μαντείο, το οποίο απόκτησε και μεγάλη φήμη, διότι ο τάφος κάθε ήρωα μπορούσε ν’ αποτελέσει χώρο ίδρυσης ναού ή μαντείου. Τέτοια βέβαια νεκρομαντεία υπήρχαν διασκορπισμένα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. 
                 
Οι Κοττουσαίοι, όπως οι κάτοικοι ολόκληρης τη Θράκης και της υπόλοιπης Ελλάδας, κατά τους ιστορικούς χρόνους, λάτρευαν τους Θεούς του Ολύμπου. Ιδιαίτερα όμως τιμούσαν το Δία, την Ήρα, τον Απόλλωνα, την Άρτεμη, την Αφροδίτη, τον Πάνα, τον Ασκληπιό και τον Ηρακλή.  Περισσότερο λατρεύονταν ο Απόλλων, ο Θεός του φωτός και του ήλιου, για τη λατρεία του οποίου στη Θράκη αναφέρει ο Όμηρος, ενώ θερμός θιασώτης της λατρείας του ήταν και ο Ορφέας, ο οποίος μάλιστα γι’ αυτό το λόγο σύμφωνα με την παράδοση, ήλθε σε σύγκρουση με άλλους Θράκες, που λάτρευαν το Διόνυσο. Απόδειξη αυτής της εκτιμήσεως που έχαιρε στην περιοχή ο Απόλλων είναι και το πλήθος των συμβόλων του Θεού που υπήρχαν σε πολλά Θρακικά νομίσματα αργότερα, αλλά και τ’ αρχαιολογικά ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
               
Ιδιαίτερα  στην περιοχή αυτή, κυρίως οι Βασιλείς, τιμούσαν και τον Ερμή, επειδή  θεωρούσαν τον εαυτό τους απόγονο του Θεού αυτού, στον οποίο και ορκίζονταν. Λάτρευαν επίσης την Άρτεμη, το Διόνυσο και τον Άρη, δηλαδή τους Θεούς του κυνηγιού, του κρασιού και του πολέμου. Η λατρεία του Άρη μάλιστα πήρε τέτοια διάσταση, ώστε όλη η Θράκη να θεωρείται πατρίδα του. Όπως αναφέρει ο Όμηρος, στη Θράκη κατέφυγε ο Θεός αυτός, όταν αποκαλύφτηκε το σκάνδαλο του επάνω στον Όλυμπο. Ο Ευριπίδης αργότερα, θα ονομάσει τους Θράκες «Άρει κάτοχον γένος». Ο Βιργίλιος θα ονομάσει τον Άρη «grativum patrem Geticis»=Ευεργέτη πατέρα των Γετών, ενώ ο Τζέτζης (εις Κασσάνδρα Λυκόφρονος σ) «Θεός δε της Θρακικής ο Άρης ότι πολεμικόν το πάλαι οι Θράκες») σημειώνει ότι αυτός ήταν κατ’ εξοχήν Θεός της Θράκης, γιατί την παλιά εποχή οι Θράκες ήταν πολεμικός λαός.
               

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΤΤΟΥΣΑ ΤΗΝ ΟΔΟΜΑΝΤΙΚΗ

Η κοσμογονία και η Θεογονία, αν και  η κοιτίδα τους ανάγεται σε παλαιότερα χρόνια, θεωρούνται υστερογενή δημιουργήματα ως προς την οριστικοποίηση της μορφής των μεγάλων Θεών. Βέβαια, κοσμογονίες, οι οποίες ανάλογα με τη θρησκεία μπορούν να θεωρηθούν ταυτόχρονα και θεογονίες υπήρχαν σε πολλούς, ίσως μάλιστα και σε όλους τους αρχαίους λαούς. Όλες ήταν προϊόν μιας βαθιάς ανάγκης της ανθρώπινης φύσης να δώσει συλλήβδην λόγο για την προέλευση του κόσμου και των πραγμάτων. 

Για τους Έλληνες, η μέθοδος για την επιβεβαίωση της θέλησης των Θεών, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, διότι όπως προαναφέρθηκε, η θρησκεία τους δεν στηρίζονταν σε ιερά βιβλία. Ο Όμηρος θεωρείται από πολλούς νεώτερους ερευνητές ως ο συγγραφέας της βίβλου του αρχαίου κόσμου και ερμηνευτής ή προφήτης ως ένα βαθμό της βούλησης του Θεού. Ήταν όμως συνηθισμένο κατά την αρχαιότητα να μεταχειρίζονται ή να θεωρούν τον ποιητή ως αλάνθαστο και Θεόπνευστο, γι’ αυτό και η επίκληση της μούσας ήταν επιβεβλημένη στην αρχή κάθε έπους. Σε άλλα πάλι σημεία, ο ίδιος ο ποιητής εμφάνιζε τον εαυτό του να καθοδηγείται από τη μούσα στη γνώση των γεγονότων. Βέβαια τόσο τα διάφορα Ελληνικά φύλα, όσο και οι Ρωμαίοι δεν μεταχειρίστηκαν τα έργα του Ομήρου, όπως οι Χριστιανοί τη βίβλο. Τα Ομηρικά έπη, όταν απαγγέλλονταν από τους ραψωδούς στα πανηγύρια, δεν αντιμετωπίζονταν σαν θρησκευτικά αποσπάσματα. Από όσα όμως είναι γνωστά, ούτε και οι κοινοί άνθρωποι τα μεταχειρίζονταν αυτά ως Ευαγγέλιο ή άλλο ιερό βιβλίο και δεν χρησιμοποιούσαν την Ιλιάδα, για θρησκευτική στήριξη ή καθοδήγηση. Για τον Έλληνα ή αργότερα το Ρωμαίο, που αναζητούσε το θεϊκό λόγο ή τη συμβουλή, η προσφυγή σε κάποιο προφήτη ή μάντη υποκαθιστούσε το βιβλίο.

Η επικοινωνία με τους Θεούς, την οποία θεωρούσαν σημαντική, απέρρεε και αυτή από τη βιολογική ανάγκη για κάθε σχεδίαση και προγραμματισμό των καθημερινών δραστηριοτήτων τους, για τις οποίες έπρεπε να επιβεβαιώνονται και από της θέλησή τους. Λόγω της απουσίας Ιερού Βιβλίου (Διαθήκης), η βούληση των Θεών δεν ήταν καταγεγραμμένη υπό μορφή εντολών ή διδασκαλίας, ως επιθυμία ή συμφωνία με τον άνθρωπο. Οι προφήτες μπορούσαν να είναι πολλών ειδών. Το ρόλο αυτό αναλάμβαναν άτομα προικισμένα με την ικανότητα να ερμηνεύουν τους διάφορους οιωνούς ή ήταν κάτοχοι ενός επίσημου ιερατικού τίτλου, που αναγνωρίζονταν από την πολιτεία. Ο προφήτης, ως ερμηνευτής της θελήσεως των Θεών, εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όπου και παρουσιάζεται κατά κανόνα σε μια απλή και πρωτογενή μορφή.

Ο Χρησμός συνόψιζε την τυπική και επίσημη επιθυμία κάποιου Θεού και συνήθως δίνονταν ως απάντηση σε μια επερώτηση, ενώ το μαντείο ήταν ο τόπος, όπου μπορούσε να προσφύγει τόσο η πόλη, όσο και ένας ιδιώτης. Οι χρησμοί με όποιο τρόπο παράγονταν και όποιος ήταν ο σκοπός που εξυπηρετούσαν, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του αρχαίου κόσμου σε πολλές περιόδους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου