Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ Η ΜΥΘΙΚΗ ΚΟΤΤΟΥΣΑ

 

                                                                                                                      Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος

Ο άνθρωπος, από την ημέρα που εμφανίστηκε στη γη, στην προσπάθειά του να εξηγήσει όσα συνέβαιναν γύρω του έδινε ιδεολογική μορφή σ’ αυτά και τα ερμήνευε ως υπερφυσικά, αφού κυριαρχούσαν πάνω του λόγω της πρωτόγονης φύσης του. Στα πολλαπλά ερωτήματα, για τη δημιουργία του κόσμου και των φυσικών φαινομένων, ανέπτυσσε  φιλοσοφικές σκέψεις και θεωρίες, πλάθοντας με τη φαντασία του ακόμη και μύθους, τους οποίους συνέδεε πάντοτε με το περιβάλλον που ζούσε. Αδυνατώντας να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα και αισθανόμενος αδύναμος μπροστά σ’ αυτά, άλλοτε τα θεοποιούσε και άλλοτε κατέφευγε παρακλητικά στη δύναμη του ανώτερου και υπερβατικού Όντος, το οποίο τα εκπροσωπούσε, πλάθοντας μύθους και για τη δημιουργία του Σύμπαντος κόσμου.

Ο διάσημος κοινωνιολόγος και ερευνητής Durkheim, μελετώντας τη φυλετική ομάδα των Arounda της κεντρικής Αυστραλίας  παρατήρησε έναν φανερά διπλό συμβολισμό του τοτέμ (ιερό σύμβολο της φυλής), με απόκλιση τόσο στο γένος (με τη σημασία της φυλετικής εξάρτησης), όσο και στο ιερό, με τη σημασία του καθαρού, του σεβαστού, του απρόσιτου, που βρίσκεται έξω από τις σφαίρες της χρονικότητας, της τοπικότητας και της συναλλαγής. Έτσι ενοποίησε τις αποκλίσεις και δέχτηκε πως: “ιερό (Θεός, θεότητα) και κοινωνική ομάδα (φυλή, γένος, πατριά) είναι ένα και το αυτό πράγμα”. 
                  
  
1. Χάρτης με τα γνωστά Αρχαία  Ιερά και Μαντεία στην Ελλάδα και την Ιωνία

Ο Πλάτων στον Τίμαιο (Κοσμολογία 27-41), υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι αντίτυπο του αιώνιου υποδειγματικού προτύπου, που δημιουργείται από το Θεό. Σύμφωνα με τις αρχές που αναλύει, εκτιμά ότι, ένας είναι ο δημιουργός, ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο και ένα είναι το πρότυπο, το οποίο έχει ανεξάρτητη ύπαρξη από το δημιουργό, στη βάση του οποίου δημιουργείται ο κόσμος. Ο κόσμος αυτός είναι μια εικόνα του αιώνιου και αναλοίωτου προτύπου, το οποίο παραμένει επίσης αμετάβλητο και ακίνητο, ενώ το αισθητά δημιουργούμενο σύμπαν βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.

Στη σύνδεση αυτή του Θείου, με την κοινωνική ομάδα στο καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση, αναφέρεται ο Ξενοφάνης, ο οποίος γράφει ότι: «Οι Αιθίοπες παρουσιάζουν τους Θεούς τους πλατσομύτηδες και μαύρους, ενώ οι κάτοικοι της Θράκης τους θέλουν γαλανομάτηδες και ξανθούς. Και τα βόδια, λέγει παρακάτω, αν είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν, θα παρίσταναν τους Θεούς τους «βοδινούς». Από τον Ξενοφάνη συμπεραίνουμε ότι οι Θράκες ήταν γαλανομάτηδες και ξανθοί, χαρακτηριστικό, που έχουν μέχρι σήμερα οι πομάκοι της περιοχής, εξισλαμισθέντες Χριστιανοί, απόγονοι των Αγριάνων, οι οποίοι θεωρούνται ως οι παλαιότεροι μόνιμοι κάτοικοι της. Το θρησκευτικό φαινόμενο συνεπώς, μέσα από τις θεσμικές του μορφές, συνδέεται άμεσα και πολλαπλά με όλο το πλέγμα των κοινωνικών διαρθρώσεων, επιδρώντας πάνω σ’ αυτές, ενώ  δέχεται παράλληλα και τις επιδράσεις αυτών.

Οι κοσμογονίες των πρωτόγονων ανθρώπων είναι γενικά πολύ αόριστες και δεν μπορούμε να συναγάγουμε ακριβή διδάγματα. Οι άνθρωποι όμως αυτοί είχαν περισσότερο θρησκευτικούς θεσμούς, παρά μια ολοκληρωμένη θρησκεία. Πάνω στους θεσμούς αυτούς στηρίχθηκε ο λειτουργισμός και ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος από την πρωτόγονη του μορφή μέχρι σήμερα, λάτρεψε το Θεό, ο οποίος αποτέλεσε το πρότυπο των κοινωνικών του εκδηλώσεων, ενώ έγινε παράλληλα και ο ίδιος παράγωγο κοινωνικών διαδικασιών. Πολλοί κοινωνιολόγοι διαπιστώνουν ότι, ο ανθρωπολογικός και εθνολογικός χαρακτήρας της θρησκείας συνδέεται με σειρά συλλογισμών, που προϋποθέτουν σχέσεις ανάμεσα στη θρησκεία και τις τοτεμικές πίστεις. Η κοινωνιολογική αυτή ερμηνεία αιτιολογεί και την παρουσία της θρησκείας ως κοινωνικό αίτημα ορισμένων ιστορικών στιγμών.
                 
Το δέος, για το ανώτερο και το υπερβατικό ήταν ένα από τα πιο σημαντικά συναισθήματα, σε όλη την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου. Το συναίσθημα αυτό, απέναντι στο μεγαλείο της  φύσης και της δημιουργίας του σύμπαντος, συνδέεται όχι μόνο από το φόβο του θανάτου, αλλά και από μια σειρά συγκριτικών συλλογισμών, που σταματούν τη λειτουργία του ανθρώπινου μυαλού. Δεν φοβόμαστε από τα φυσικά φαινόμενα, αλλά από τις δοξασίες ή αντιλήψεις που έχουμε γι’ αυτά. Ο φόβος, σύμφωνα με την κοινωνιολογία, ως έκφραση ψυχισμού, παράγει και πλέγματα ενοχής, τα οποία προκαλούν ανάλογες προσεγγίσεις ή απωθήσεις προς το «ιερό». Με ανάλογες εσωτερικές συναρτήσεις συνδέεται  ακόμη και η σκοπιμότητα αποδοχής από τις πρωτόγονες κοινωνίες του «ταμπού» (απαγορευμένου), με τις δύο πραγματικές του λειτουργίες, οι οποίες συνδέονται με τη σχηματοποίηση και τις συμβολικές μορφές του «ιερού», για την προστασία του ανθρώπου.  Μέσα επίσης, από το υποσυνείδητο του ανθρώπου, ο φόβος αναζητά τη μαγεία και τη δυνατότητα να ξεπεράσει τα σύνορα, που χωρίζουν το πραγματικό από το φανταστικό. Έτσι, ακόμη και σήμερα, στις σύγχρονες μονοθεϊστικές θρησκείες και σε περιόδους θρησκευτικών κρίσεων, σχετικοποιήσεων και αποπροσανατολισμών, το «υπερφυσικό» αντιμετωπίζεται, όπως κι από την πρωτόγονη συνείδηση, ως ένα σύνολο δυνάμεων με μαγικό χαρακτήρα.
               
Με βάση αυτά τα δεδομένα όπως και άλλα στοιχεία, που θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν, υπάρχουν ακόμη και σήμερα σ’ ένα μεγάλο αριθμό σύγχρονων, αλλά με ποιμενικό τρόπο διαβιούντων ανθρώπων διάχυτα μαγικά στοιχεία, που είναι προϊόντα φόβου, δεισιδαιμονικών και συγκριτιστικών τάσεων ή και εντυπωσιακών επιτευγμάτων της τεχνοποιημένης λογικής, που συνδέονται σε λεπτομέρειες ή και στο σύνολο με το υπερβατικό και το μεταφυσικό.
               
Η «θρησκεία», κατά τον Freud, (Φρόϊντ), έχει τις ρίζες της σε μια αξεπέραστη αδυναμία του ανθρώπου ν’ αντιμετωπίσει τις εσωτερικές πιέσεις των ενστίκτων του και τους εξωτερικούς καταναγκασμούς «ταμπού» (απαγορεύσεις) της κοινωνίας και της φύσης. Είναι πολύ λογικό συνεπώς, ο πρωτόγονος άνθρωπος πριν από χιλιάδες χρόνια, να συνέδεε τη λατρεία του θείου όχι μόνο με την κοινωνική του διάσταση, αλλά και με το δέος, που προκαλούσαν σ’ αυτόν η φύση και τα φυσικά της φαινόμενα.

Οι συμπεριφορές της κοινωνίας των Θεών αναφέρονται από τους μύθους, ως ανάλογες ή ταυτισμένες με τις ανθρώπινες αδυναμίες, με πιο σημαντική τον πόλεμο. Ο πόλεμος ήταν και είναι μια μορφή κοινωνικής εκδήλωσης, που συνδέθηκε με το Θείο και άρχισε να εμφανίζεται από την ημέρα που ο άνθρωπος οργανώθηκε σε κοινωνίες. Τόσο εκείνοι οι οποίοι κηρύσσουν τον πόλεμο, όσο και εκείνοι που τον δέχονται, επικαλούνται πάντοτε ένα ιερό χαρακτήρα, γι’ αυτό και το διεθνές δίκαιο συναντάται να πρωτοπαρουσιάζεται κυρίως ως θεολογικό. Οι ιερείς επίσης, είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόζουν το διεθνές δίκαιο και πρωτοστατούν στις θρησκευτικές τελετές, με τις οποίες αρχίζει και τελειώνει ο πόλεμος. Η εξέλιξη επίσης των εχθροπραξιών είναι αναμεμειγμένη με οιωνούς, με θαύματα, με όνειρα, με προσευχές και αναθέματα. Έτσι ο άνθρωπος αποβάλλοντας τον ατομοκεντρικό και οικογενειακό τρόπο ζωής, οργανώνεται σε κοινωνίες, για να κερδίσει την κοινωνική αλληλεγγύη, τη συνοχή και την ασφάλειά του. Παράλληλα όμως γνωρίζει και κάτι πιο χειρότερο, τον πόλεμο.

Μέσα στα πλαίσια αυτού του πρωτόγονου λειτουργισμού και της λατρείας προς το Θείο, είναι βέβαιο ότι εντάχθηκε οπωσδήποτε από τον πρωτόγονο άνθρωπο και η επιβλητική, μυστηριακή περιοχή του Σιδηροκάστρου. Οι απόκρημνοι βράχοι, που δεσπόζουν πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Κρουσοβίτη, προκαλούν ακόμη και σήμερα το δέος στο σύγχρονο άνθρωπο. Ποιά δύναμη τους σμίλεψε και πόσες χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τη δημιουργία τους; Ερωτήματα συνδεδεμένα με συναισθήματα δέους και φόβου, που δίνουν παράλληλα στον άνθρωπο και την αίσθηση του μικρού του μεγέθους στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, στο μεγαλείο της φύσης, στη δύναμη των φυσικών φαινομένων, στο μέγεθος του χρόνου και στην ανώτερη δύναμη του Θεϊκού όντος,. Δέος ανάλογο με αυτό, που αισθανόμαστε, όταν το βράδυ στρέφουμε το βλέμμα μας στον ουρανό. Πως όμως εξήγησαν με τη φαντασία τους όλα αυτά και πως συνέδεσαν αυτό το περιβάλλον οι άνθρωποι, που πέρασαν και έζησαν σ’ αυτό τον τόπο, με το ανώτερο, το θείο και το υπερβατικό; Πως επέδρασε στον πολιτισμό τους; 

Οι πολιτισμοί στην περιοχή, συμβάδιζαν οπωσδήποτε κι’ αυτοί κάθε φορά, με την επικρατούσα ιδεολογία περί του Θείου και των συνθηκών που επικρατούσαν σε κάθε χρονική ιστορική περίοδο. Κάποτε βέβαια πέθαιναν κι’ αυτοί, εξ αιτίας της μετακίνησης πληθυσμών ή άλλων κοσμο-ιστορικών γεγονότων. Οι άνθρωποι όμως, ανάλογα με τις αντιλήψεις κάθε εποχής, συνέχιζαν πάντοτε να ζουν και να επηρεάζονται από τους μύθους, την παράδοση και το περιβάλλον του τόπου, που γεννήθηκαν και κατοικούσαν. Πάνω στον τρόπο που λάτρευαν τις θεϊκές δυνάμεις έκτιζαν στη θέση των παλιών τους νέους πολιτισμούς. Το φυσικό όμως περιβάλλον, το οποίο παρέμενε αναλλοίωτο, συνδέονταν με τις νέες ιδέες και επιρροές που δέχονταν οι ντόπιοι από νέους εποίκους, που διαμόρφωναν ανάλογα και τους χαρακτήρες, τον τρόπο της ζωής και τα ήθη ή τα έθιμα των κατοίκων της περιοχής.

Τα εναπομείναντα λίγα ιστορικά μνημεία, λόγω των συχνών επιδρομών, που δέχονταν  η περιοχή του Σιδηροκάστρου, εξ αιτίας της γεωστρατηγικής της θέσης, δεν μας διαφωτίζουν επαρκώς. Υπάρχουν όμως τα σπήλαια ή οι λαξευμένοι βράχοι, οι οποίοι μαρτυρούν για την ανάπτυξη στην περιοχή ενός πρωτόγονου πολιτισμού, που μας οδηγεί πολλά χρόνια πίσω από τη γνωστή μας ιστορία.
               
Οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν και αυτές τελείως διαφορετικές από τις σημερινές. Απολιθώματα ζώων, τα παλαιότερα που βρέθηκαν στη θέση Πεύκα της Θερμοπηγής το καλοκαίρι του 1997 μας γυρίζουν πίσω επτά χιλιάδες χρόνια. Η ανακάλυψη όμως αυτή, μας οδηγεί και στο συμπέρασμα ότι η ζέστη πρέπει να ήταν τότε αποπνικτική και η υγρασία αφόρητη σ’ αυτό τον τόπο, ο οποίος έμοιαζε θα λέγαμε με Αφρικανική σαβάνα.
               
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα δοθεί από την αρχαιολογική έρευνα, η οποία δυστυχώς έμεινε πολύ πίσω.  Όπως παραδέχονται πολλοί ξένοι αρχαιολόγοι, στη Χερσόνησο του Αίμου δεν έγιναν αρχαιολογικές ανασκαφές, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων κατά τα τελευταία έτη. Αντίθετα η προϊστορία της Μικράς Ασίας και της Πελοποννήσου άρχισε να μελετάται από το 1871, ενώ της Κρήτης από το 1896. Οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στη Βουλγαρία και τη Σερβία άρχισαν μόλις το 1908, ενώ στη Θράκη και τη Μακεδονία συστηματικά και προγραμματισμένα από το 1970.


2. Οι ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή των Σπηλαίων στο Μαύρο Βράχο του Σιδηροκάστρου

Οι Αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή του Σιδηροκάστρου, οι οποίες ξεκίνησαν καθυστερημένα, περιορίστηκαν μόνο στην ιστορική εποχή των Μακεδονικών και Ρωμαϊκών χρόνων, ενώ οι προϊστορικές έρευνες βρίσκονται σε νηπιακό στάδιο. Η προϊστορία συνεπώς αυτού του τόπου είναι στο μεγαλύτερο της μέρος άγνωστη, γι’ αυτό και ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στον ερευνητή.

Τα ελληνικά φύλα των Θρακών, δεν περιορίζονταν μόνο στην περιοχή της σημερινής νοτιο-δυτικής (Ελληνικής) Θράκης. Απλώνονταν όπως είναι γνωστό, στην περιοχή νότια του Αίμου έως το Αιγαίο και ανατολικά του Στρυμόνα έως τον Εύξεινο Πόντο. Η σύνδεση συνεπώς αυτού του τόπου με τη μυστηριακή διάσταση της ιστορίας της Θράκης, τις λατρείες των Θεών της, τα μυστήρια της Διονυσιακής λατρείας και τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα προς τη Βαλκανική από την Ασία και τις στέπες του Καυκάσου είναι δυνατόν με τη μέθοδο του ιστορικού συσχετισμού να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα.

Το φύλο των Παιόνων, το οποίο κατοικούσε την περιοχή αυτή, κατά τους Ομηρικούς χρόνους (12ος π.Χ αι.) αναφέρεται ότι βοήθησε τους Τρώες να υπερασπιστούν την πόλη τους, αλλά δεν είναι γνωστό, αν ήταν Πελαγόνες, Ιλλυριοί, Θράκες ή άλλο φύλο.   Η Σίρρις, η σημερινή πόλη των Σερρών και η Κοττούσα, αναφέρονται ως οι δύο σημαντικότερες πόλεις της Οδομαντικής Ηδωνίδος. Ο Ηρόδοτος (5ος π.Χ αι) ονομάζει την πόλη των Σερρών, Σίρριν την Παιονικήν, ενώ ο Λίβιος (59 π.Χ – 17 μ. Χ) Σίρριν την Οδομαντικήν.  Ο διάσημος Γερμανός ερευνητής και Γεωγράφος Ερρίκος Κίππερτ, τοποθετεί τη θέση της Αρχαίας Κοττούσας της Οδομαντικής στη σημερινή θέση του Σιδηροκάστρου.

Ίχνη προϊστορικού οικισμού, που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του Μαύρου Βράχου του Σιδηροκάστρου, τα οποία χρονολογήθηκαν με τη μέθοδο του άνθρακα διαπιστώθηκε ότι προέρχονται από τη νεολιθική εποχή (3.500 χρόνια π.Χ). Όπως παραδέχονται οι αρχαιολόγοι, στην περιοχή του σημερινού Σιδηροκάστρου υπήρχε από την εποχή αυτή μια κατοίκηση σταθερή και οργανωμένη μέσα σε ιδανικό περιβάλλον για την τροφή του ανθρώπου, με πηγές, νερά και κυρίως δύσκολη πρόσβαση, που εξυπηρετούσε την ασφάλεια των κατοίκων της. Την πλούσια αυτή περιοχή, η οποία βρίσκεται πάνω σε μια στρατηγική θέση, ανάμεσα σε βορρά και νότο, που φράζει μέχρι  σήμερα με τον ποταμό Στρυμόνα τα περάσματα από τη δύση προς την ανατολή ή αντίστροφα και προσφέρει όλα τα αγαθά για τη συντήρηση του πρωτόγονου ανθρώπου, είναι λογικό να τη διεκδικούσαν διάφορα Ελληνικά και βαρβαρικά φύλα.

Η μυθολογία της, όπως όλη η ιστορία της Θράκης και της Μακεδονίας, έχει τη δυναμική πολυμορφία με όλα τα σταθερά και διακριτά στοιχεία του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, το οποίο διαμόρφωσε έναν πολιτισμό με οικουμενική διάσταση. Στην περιοχή της Θράκης, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους και των άφθονων νερών, ο πολιτισμός ήταν ποιμενικός και περισσότερο μυστηριακός, επειδή συνδέονταν με τη φύση και λιγότερο πνευματικός. Ήταν νομαδικός, γι’ αυτό δεν ήταν περιχαρακωμένος σε σύνορα. Πολλά από τα έργα, όσων έγραψαν ή ασχολήθηκαν με την ιστορία της περιοχής αυτής καταστράφηκαν ή χάθηκαν, λόγω των συχνών επιδρομών, που δέχονταν, αλλά και τη στροφή κυρίως των κατοίκων της προς άλλα ενδιαφέροντα. Έτσι μόνο μερικούς τίτλους τέτοιων έργων γνωρίζουμε, ανάμεσα στα οποία αναφέρεται και το απολεσθέν έργο του Αισχύλου «Ηδωνοί». Τα ελάχιστα στοιχεία, προέρχονται κυρίως από τις σποραδικές μαρτυρίες των κλασσικών Ελληνικών έργων ή Λατίνων συγγραφέων και αυτά τις περισσότερες φορές αντιφατικά.


6. Χάρτης της περιοχής του ποταμού Στρυμόνα με τα Θρακικά φύλα, κατά τον 12ο και 4ο  π.Χ αιώνα

Από τους αρχαίους, τους Βυζαντινούς και τους νεότερους συγγραφείς, κανένας δεν μας άφησε λεπτομερή στοιχεία. Οι ελάχιστοι, που ασχολήθηκαν κατά την αρχαιότητα πιο διεξοδικά, κάνοντας αναφορά στη ζωή των κατοίκων της περιοχής αυτής, δεν μας δίδουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη σκοτεινή εποχή των προϊστορικών, Ομηρικών, Αρχαϊκών, κλασσικών, Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Μέσα όμως από τη μυθολογία και από πηγές για τα πολιτισμικά στοιχεία της ιστορικής εξάπλωσης των πρώτων Ινδοευ-ρωπαϊκών και Θρακικών  φύλων ή από αναφορές, που γίνονται για την περιοχή, είναι δυνατή η σύνθεση της προϊστορικής διαδρομής της Παραστρυμόνιας περιοχής του Σιδηροκάστρου, όπου κατά την άποψη ιστορικών γεωγράφων βρίσκονταν και η θέση της αρχαίας Κοττούσας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου