Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΣΤΡΥΜΟΝΑ

ΣΤΗΝ ΑΝΑΤ. ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΤΗ Μ. ΑΣΙΑ


                                                        Από το Βιβλίο του Ν. Σκαρλάτου
                                                   «Σιδηρόκαστρο -η Κοττούσα του Μύθου»  

Την εποχή του χαλκού η κυρίως Ελλάδα και  η Κρήτη, συνδέονταν με τη Θράκη και τις άλλες περιοχές της λεκάνης του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, διότι οι ηγεμόνες των αναπτυσσόμενων την περίοδο αυτή προϊστορικών πολιτισμών χρειάζονταν το χαλκό ή τον κασσίτερο και άλλα σπάνια υλικά, όπως ο οψιδανός, για την κατασκευή και διακόσμηση των ανακτόρων τους. Τις πρώτες αυτές ύλες, τις παρείχαν οι περιοχές γύρω από το Αιγαίο, οι οποίες συνήθως διακινούνταν ως δώρα ή ως προικώα περιουσία και όχι αποκλειστικά ως αντικείμενα εμπορικής συναλλαγής.

Η άνθηση του πολιτισμού στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην ηπειρωτική Ελλάδα εκδηλώθηκε μόλις περί το 1.700 π.Χ. Δύο αιώνες αργότερα, το 1.500 π.Χ οι Μυκηναίοι κατέλαβαν την Κνωσό και από τότε ανακτορικά κτίσματα άρχισαν να εμφανίζονται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα ανάκτορα αυτά, αν και αντλούσαν πολλά από το Μινωικό πρότυπο και λειτουργούσαν ως κέντρα για την αποθήκευση και αναδιανομή της αγροτικής παραγωγής, ήταν οχυρά περισσότερο στην κατασκευή τους και λιγότερο πολυτελή.

Οι Μυκηναίοι είναι γνωστό ότι μιλούσαν κάποιο μόρφωμα της Ελληνικής γλώσσας και διέθεταν γραφή, τη συλλαβική γραμμική Β, η οποία προήλθε από τη Γραμμική Α΄ της Κρήτης, αλλά δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Περί το 1.200 π. Χ, όπως εκτιμούν οι αρχαιολόγοι, τα ανάκτορα ανά την ηπειρωτική Ελλάδα φαίνεται να καταστράφηκαν σχεδόν ταυτόχρονα. Τους αιώνες που ακολούθησαν παύουν να εμφανίζονται και οι επιγραφές σε Γραμμική Β΄, μαζί με τα χαρακτηριστικά Μυκηναϊκά ειδώλια. Τα επόμενα δείγματα Ελληνικής γραφής προέρχονται από τον 8ο π. Χ αιώνα και αποτελούν παραλλαγή του Φοινικικού αλφαβήτου.

   Κοιτάσματα Χαλκού στην Εγγύς Ανατολή

Η ανυπαρξία ακλόνητων αποδείξεων, λόγω αδυναμίας σταθερής χρονολόγησης, οδήγησε τους ιστορικούς στην εξέταση των μύθων για την αναζήτηση ιστορικών γεγονότων. Έτσι κατά καιρούς υποστηρίχθηκε ότι οι Μυκηναίοι υπέκυψαν στην εισβολή Δωριέων από το βορρά ή ότι κατά τη διάρκεια μακροχρόνιου πολέμου με την Τροία εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις στον Ελλαδικό χώρο. Προς το παρόν όμως, δεν έχει διατυπωθεί κάποια κοινά αποδεκτή ερμηνεία, για την πλήρη κατάρρευση της Μυκηναϊκής κοινωνίας. Ένας παράγοντας που συνετέλεσε σ’ αυτό, ίσως ήταν και η αναταραχή στην Εγγύς Ανατολή, όταν διακόπηκε η διακίνηση κασσίτερου, υλικού, που ήταν απαραίτητο για την παρασκευή του ορείχαλκου, στον οποίο βασίζονταν και η ακμή των Μυκηνών. Είναι όμως βέβαιο ότι ο πολιτισμός, που αναδύθηκε από τους «σκοτεινούς» αυτούς αιώνες μετά τη Μυκηναϊκή παρακμή, βασίζονταν πλέον στις ποσότητες διαθέσιμου σιδήρου.

Από το 1600 π. Χ τα εύφορα εδάφη της Μεσοποταμίας και της Παλαιστίνης είναι γνωστό ότι είχαν γίνει πεδίο έντονων ανταγωνισμών μεταξύ των Αυτοκρατοριών της περιοχής. Μετά την κατάρρευση των μεγάλων δυνάμεων το 12ο π. Χ αιώνα, η Ασσυρία επανήλθε ως κυρίαρχη δύναμη, αλλά ηττήθηκε και αυτή με τη σειρά της από τη Βαβυλώνα. Τελικοί όμως νικητές αυτού του ανταγωνισμού ήσαν οι Πέρσες.
               
Μεταξύ του 1200 και 1050 π. Χ περίπου διαπιστώνεται ότι ένα κύμα πολιτικής αναταραχής σάρωνε τη Νοτιο-δυτική Ασία, που οφείλονταν στη μείωση της παραγωγής ορείχαλκου. Αυτό αποδυνάμωσε και τις κυρίαρχες δυνάμεις επιτρέποντας στους υποτελείς πληθυσμούς, όπως οι Αραμαίοι, οι Φιλισταίοι, οι Χαλδαίοι, οι Φρύγες και οι Πέρσες, να εγκαθιδρύσουν αυτόνομες ηγεμονίες στα ερείπια των παλαιών Αυτοκρατοριών της περιοχής. Η κατάσταση όμως αυτή επηρέασε και την περιοχή της Θράκης, που κατείχε κεντρική θέση στην Ευρασία.

Σύμφωνα με τις παραδόσεις και τις αναφορές αρχαίων ιστορικών, φαίνεται να υπάρχει μια στενή σχέση των Θρακών και Φρυγών ή Βρυγών με την υπόλοιπη κεντρική Ελλάδα. Για τη σχέση αυτή αναφέρουν τόσο ο Ηρόδοτος (VII 73, VII 185 και VI 45), όσο και ο Θουκυδίδης, ο οποίος μας λέει (ΙΙ, 22) ότι η Φωκίδα κατοικούνταν κάποτε υπό των Θρακών, ενώ προσθέτει ακόμη ότι υπήρχε στην Αττική και τοποθεσία, που αποκαλούνταν «Φρύγια».
               
Ο Ελλάνικος αναφέρει ότι οι Θράκες εισέβαλαν κάποτε στο βασίλειο των Μινυών στη Βοιωτία και εξεδίωξαν τους κατοίκους προς την Αττική, ενώ μεταγενέστεροι συγγραφείς γράφουν, για σχέσεις των Θρακών με την Κεντρική Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.

Ο Στράβων συμπληρώνει επίσης, ότι οι ελθόντες με τον Εύμολπο Θράκες στην Αττική την κατέλαβαν και την κατείχαν, ενώ ο Θρακιώτης Τηρεύς κατείχε τη Δαυλίδα στη Φωκίδα. Σε άλλο σημείο αναφερόμενος στον Αριστοτέλη, λέγει ότι οι Θράκες αναχώρησαν από τον Άβαντα της Φωκίδας, για να εγκατασταθούν στην Εύβοια, ονομασθέντες εκεί Άβαντες. Ο ίδιος ιστορικός επίσης ισχυρίζεται ότι ο Κάδμος, ο βασιλιάς της Θήβας, απέκτησε τον πλούτο του από τη Θράκη και το Παγγαίο.
               
Ο Στέφανος Βυζάντιος μας αναφέρει ότι, ο καταγόμενος από τη Χαλκίδα σχολιαστής Λυκόφρων, ισχυρίζονταν ότι η Βοιωτική πόλη Ανθηδών ήτο Θρακικής προέλευσης, ενώ πολλά τοπωνύμια αποδεικνύουν τη σχέση των Θρακών και Φρυγών με την κεντρική Ελλάδα. Ο ίδιος επίσης ιστορικός, ο Στέφανος Βυζάντιος, αναφέρει τρείς πόλεις, που αποκαλούνταν «Νύσσαι», μία στη Θράκη, μία επί του Ελικώνα και μία στην Εύβοια, ενώ υπήρχε και περιοχή της Οίτης, που αποκαλούνταν «Φρυγία» ή «τα Φρύγια», στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Την  περιοχή αυτή την προσδιορίζει ο Θουκυδίδης στη θέση που έγινε η μάχη των Αμαζόνων. Τοπωνύμιο Γεράνεια, όπως στη Μεγαρίδα κατά τον ίδιο λεξικογράφο, υπήρχε και στη Φρυγία, ενώ κατά τον Πλίνιο και στη βορειοανατολική Θράκη. Αναφέρεται ακόμη ότι Φρύγες υπήρχαν και στην Αζανία της Αρκαδίας, απ’ όπου μερικοί από αυτούς πέρασαν στην Ασία και εγκαταστάθηκαν παρά τον ποταμό Πέγκαλα.
               
Ανάλογες ενδείξεις υπάρχουν και για την ύπαρξη Θρακών, Φρυγών και συγγενών προς αυτούς φύλων στη Θεσσαλία. Η πόλη των Αλώων παρά τα Θεσσαλικά Τέμπη, αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, ότι ιδρύθηκε από τους Αλευάδες, οι οποίοι εκδίωξαν από εκεί τους Θράκες βόρεια της Θεσσαλίας στην Πιερία. Από την περίοδο αυτή αρχίζει να ξεκαθαρίζει πλέον και η ιστορική διαδρομή των Θρακών -Φρυγών. Στην περιοχή αυτή, παρά τους πρόποδες του Βερμίου όρους, είχε ο βασιλιάς της Φρυγίας ο Μίδας τους περίφημους κήπους του. Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Στράβων, ο οποίος υποστηρίζει την ύπαρξη Φρυγών παρά το Βέρμιο όρος, αλλά και ενός ακόμη κλάδου τους στην Ήπειρο.

Τέλος, η μυθική εκστρατεία των αμαζόνων κατά της Αττικής, συσχετίζεται με τις παραδόσεις περί των Θρακών και των Φρυγών. Τον πόλεμο αυτό τον θεωρούσαν οι αρχαίοι ως αναμφισβήτητο γεγονός. Είναι όμως πολύ πιθανό οι μύθοι γι’ αυτόν να στηρίζονται σε επιδρομή κάποιου Θρακικού φύλου κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η αναφερόμενη επίσης στους επιχώριους μύθους συνάφεια με ορισμένους τόπους και μνημεία, αποδεικνύει ότι έχουν βάση τα περί αυτών μυθεύματα. Κατά τη μαρτυρία του Πλουτάρχου («Βίος Θησέως» 27) τάφοι των Αμαζόνων επιδεικνύονταν στη Θεσσαλία στην περιφέρεια της Κοττουσαίας, μέσα στην αρχαία αυτή πόλη και στις Κυνός Κεφαλές στη Βοιωτία, στην περιοχή της Χαιρώνειας. Από αυτό φαίνεται ότι μυθολογούνταν κάθοδος των Αμαζόνων από τη Θράκη στην Αττική δια της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας, αλλά δεν διευκρινίζεται αν αυτό το γεγονός είχε σχέση με τις ιστορούμενες εποικήσεις των Θρακών στη Βοιωτία και στην Αττική.                                                          

Ο Άγγλος Ιστορικός και αρχαιολόγος Casson εκτιμά ότι οι αμαζόνες έφθασαν στην Αττική δια ξηράς και τάφοι αυτών, σύμφωνα με την παράδοση, όπως αναφέρει, επιδεικνύονταν στην Κοττούσα, χωρίς να προσδιορίζει τη θέση της. Τετρώβολο επίσης, αποδιδόμενο στην Ποτίδαια, δείχνει κεφαλή Αμαζόνας, γι’ αυτό και ταυτίζει τη χώρα των αμαζόνων με τη Χαλκιδική. Από τα Πάρια Μάρμαρα η εκστρατεία των Αμαζόνων τοποθετείται στο 1256-1255 π. Χ. Στο μύθο αυτής της παράδοσης βλέπουμε να γίνεται μια αναφορά που σχετίζει τους τάφους τους με πόλη, η οποία ονομάζεται Κοττούσα.  Ο συνδυασμός όμως με τη Χαλκιδική, ενδεχομένως να φέρνει πιο κοντά την Κοττούσα την Οδομαντική μ’ αυτό το μύθο, διότι όπως υποστηρίζουν μερικοί ερευνητές, οι Αμαζόνες ήταν ιέρειες και οι εκστρατείες τους ή το κτίσιμο πόλεων από αυτές υποδήλωνε τη διάδοση και εγκατάσταση της λατρείας σεληναίων θεοτήτων.  Άλλοι όμως μυθολόγοι εκτιμούν ότι αφετηρία για τους μύθους περί των Αμαζόνων ήταν κάποια Σκυθικά έθιμα, τα οποία κατά μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων είχαν ως βάση τη γυναικοκρατία. Πιθανόν βέβαια να συνέβη και το αντίθετο, ώστε από το μύθο των Αμαζόνων να προέκυψε και το έθιμο της γυναικοκρατίας,  που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στη Θράκη και συνδέεται με τη μαμμή (μαία) γνωστή ως «Μπάμπω».

Σύμφωνα μ’ αυτά τα μυθικά δεδομένα, όπως τα διατήρησε η παράδοση, οι Θράκες εγκαταστάθηκαν κατά την προϊστορική περίοδο στην Αττική, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα και την Εύβοια υπό Θρακική δυναστεία, η οποία βασίλευσε στη Δαυλίδα ή και στον Ορχομενό. Θράκες επίσης υπήρξαν και στη Θεσσαλία, προ της εμφανίσεως των Θεσσαλικών οικογενειών και ίσως εξ αυτού του λόγου συναντάται και πόλη με τ’ όνομα Κοττούσα, όπου αναφέρεται από το Στράβωνα ότι υπήρχε και προϊστορικό μαντείο. Σύμφωνα με όσα ακολουθούν τις μετακινήσεις πληθυσμών, που παρατηρούνται και σήμερα, η ίδρυση νέων πόλεων έχει κάποια πολιτισμική συγγένεια με την παλιά. Γι’ αυτό είναι πολύ λογικό η πόλη αυτή της Θεσσαλίας να συνδέεται με την Κοττούσα την Οδομαντική. Η περιοχή παρά τον Όλυμπο είναι γεμάτη με παραδόσεις περί των Φρυγών, οι οποίοι ήταν και αυτοί βέβαια Θράκες, ενώ ίχνη τους συναντώνται και στο Σιδηρόκαστρο,. Ο Ηρόδοτος όμως, όπως και ο Θουκυδίδης δεν μας δίδουν καμιά εξήγηση. Ο Στράβων αποπειράται να δώσει κάποια απάντηση ως ένα βαθμό, εξετάζοντας την παράδοση αυτή από εθνολογική και ετυμολογική πλευρά, κάνοντας ταυτοποίηση των τοπωνυμίων.

Με την ίδια λογική, ο Αριστοτέλης σημειώνει, ότι η πόλη Άντανδρος της Μυσίας στη Μικρά Ασία ήταν γνωστή ως Ηδωνίς, ιδρυθείσα κάποτε υπό των εκ Θράκης Ηδώνων, που κατοικούσαν περί το Παγγαίο όρος. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει Νίκαια στη Βιθυνία, η οποία ιδρύθηκε από Βοιωτούς και επαρχία «Φυλλίς» στη Βιθυνία και στο Παγγαίο. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές προκύπτει ότι, οι Φρύγες εκστράτευσαν κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους από την Ελλάδα και τη Θράκη στη Μικρά Ασία, ενώ στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν και οι Τρώες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Πρίαμος, όταν ακόμη ήταν παιδί (Ομήρου «Ιλιάς» Γ΄ 188-189) «και γαρ εγών επίκουρος εών τοίσιν ελέχθην ήματι τω ότε τα’ ήλθον Αμαζόνες αντιάνειραι». Η εκστρατεία αυτή τοποθετείται περί το 1260 π. Χ, ενώ η κάθοδος των Θρακών στην Αττική κατά την εποχή του Ευμόλπου εκτιμάται ως προγενέστερη αναγόμενη κατά τα «Πάρια μάρμαρα» στο 14ο π. Χ αιώνα.

Πολλά χρόνια μετά, πληροφορούμεθα και για εκτοπίσεις πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία, όπως η αναφερόμενη από τον Ηρόδοτο μετακίνηση των Σιρο-Παιόνων από το Μεγάβαζο, το στρατηγό του Δαρείου, τον 5ο π.Χ αιώνα. Βέβαια όλα αυτά ήταν γνωστά, αλλά κανένας προ του Στράβωνα δεν διατύπωσε κάποια θεωρία. Στο Στράβωνα οφείλεται για πρώτη φορά επίσης, η διατύπωση της Θρακο-μυσικής θεωρίας, κατά την οποία υπήρχε γεωγραφική ενότητα μεταξύ του ανατολικού ημίσεως της Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας, με προεκτάσεις δυτικά προς την Αδριατική (οι Βρύγοι της Ηπείρου) και ανατολικά μέχρι την Αρμενία.   

Εξήγηση για τις προϊστορικές αυτές μετακινήσεις θα δώσει ασφαλώς η αρχαιολογική έρευνα, διότι τα μέχρι σήμερα συμπεράσματα, για την προϊστορία της Θράκης και την περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα, πρέπει να θεωρούνται προσωρινά και επιδεκτικής τροποποίησης ή επιβεβαίωσης, κατόπιν νεοτέρων ανασκαφικών ερευνών. Η επικοινωνία των Θρακών με τους υπόλοιπους Έλληνες, κατά τους μυθικούς χρόνους αναφέρεται στους μύθους, αλλά φαίνεται να γίνεται πυκνότερη και να αυξάνει από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Έφθασε μάλιστα στο αποκορύφωμά της από τον 8ο π. Χ αιώνα, όταν η Θράκη και ιδίως η Θρακική Χερσόνησος, όπως αποκαλούνταν η Βαλκανική, η οποία ήλεγχε το Ευρωπαϊκό τμήμα του στενού του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου, ν’ αποτελέσει σταθμό των Αιολέων και των Αχαιών, κατά τη μετανάστευσή τους στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, εξ αιτίας της επιδρομής των Δωριέων στην Πελοπόννησο.

Μετά την ίδρυση των πρώτων αποικιών ακολούθησε κατά τον 8ο π. Χ αιώνα ο πυκνός αποικισμός της Χερσονήσου, όπως αποκαλούνταν το προς νότο πρόχωμα της Θράκης, από τους Χαλκιδείς της Εύβοιας, η οποία ονομάστηκε εξ αυτού του λόγου Χαλκιδική. Τότε κτίστηκε και η Ηιών παρά τις εκβολές του Στρυμόνα, που χρησιμοποιήθηκε κατόπιν ως επίνειο της Αμφίπολης.

Ίωνες και κυρίως Πάριοι, πέρασαν δια μέσου της Θάσου στη Θράκη, ενώ ακολούθησε μεταξύ του 750 και 550 π. Χ, μετά την άλωση των Σάρδεων από τον Κύρο τον πρεσβύτερο (546 π. Χ) και την καθυπόταξη της χώρας τους από τους Πέρσες, αθρόα συρροή Ελλήνων, κυρίως Ιώνων από τη Μικρά Ασία,.

Οι Ίωνες ίδρυσαν στην αρχή μάλλον γεωργικές αποικίες και κατόπιν εμπορικές. Έτσι ιδρύθηκαν την περίοδο αυτή, κατά μήκος της παραλίας οι πόλεις Κερδύλιο και η Αμφίπολη, πάνω από την εκβολή του Στρυμόνα, η Φάγρης επί υψώματος ανατολικά του κόλπου Ορφανού, Στρυμονικού ή Πιερικού, η Καρία, 3 1/2 χλμ ανατολικά του ίδιου κόλπου, η Πέργαμος και η Φαιστός στην Πιερία κοιλάδα (κοιλάδα Μουσθένης) κλπ. Στην ενδοχώρα όμως, υπήρχαν λίγες γνωστές πόλεις, με πιο γνωστή τη Βέργη στη λεκάνη των Σερρών, παρά την Κερκινίτιδα λίμνη (Αχινού). 

Γενικά, η περιοχή, που σήμερα αποκαλείται Θράκη, με το τμήμα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρίας (Ανατολική Ρωμυλία), οφείλει τη σημερινή διοικητική της οριοθέτηση στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Η έκταση αυτή αποτελεί μέρος μόνο της περιοχής, η οποία περιλάμβανε τα προϊστορικά και ιστορικά εδάφη των Θρακών.

Οι Θράκες, ήταν ένα εθνοτικό αμάλγαμα πολλών διαφορετικών φύλων, που αφομοιώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας μακρόχονης περιόδου. Η Θράκη μέχρι το Στρυμόνα ποταμό, κατείχε γεωστρατηγική θέση, όπως και σήμερα. Σε περιόδους μεγάλων κλιματολογικών αλλαγών γίνονταν το σταυροδρόμι μεταναστευτικών ρευμάτων τόσο από την Ασία προς την Ευρωπαϊκή Ήπειρο, όσο και από βορρά προς νότο,. Η απουσία δε φυσικών φραγμών και η κοινή κτηνοτροφική οικονομία επέτρεπαν την εύκολη ανάμειξη, ειρηνική ή όχι, με το εντόπιο στοιχείο.

Κατά τον αρχαιολόγο και ερευνητή, R.F. Hoddinott, νεολιθικοί αγρότες από την Εγγύς Ανατολή φτάνοντας με τα πόδια στις ακτές του Μαρμαρά, προωθήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Καρπαθοβαλκάνια περιοχή κατά το τέλος της έβδομης μέχρι την έκτη χιλιετία. Μετακινούμενοι πιθανόν και δια θαλάσσης εγκαταστάθηκαν στη βόρεια και στη βορειοδυτική ακτή του Αιγαίου, λόγω των νέων δυνατοτήτων, που τους προσέφεραν οι εύφορες πεδινές εκτάσεις της νοτιοανατολικής Ευρώπης κατά την περίοδο του μεταπαγετώδους Ατλαντικού κλίματος.

Οι νεοφερμένοι αυτοί έμπειροι αγρότες, με ώριμη κοινωνική δομή, εξαπλώθηκαν κατά μήκος της βόρειας ακτής του Αιγαίου στην Ανατολικά του Στρυμόνα περιοχή μέχρι τη Θεσσαλία, στη Θρακική πεδιάδα, στην ορεινή περιοχή της Σαρδικής (Σόφιας), στις κοιλάδες του Βαρδάρη και του Μοράβα, στην κοιλάδα του κάτω Δούναβη, στην Τρανσυλβανία και βόρεια του Δέλτα του Δούναβη. Οι διάφοροι πρώιμοι αυτοί πολιτισμοί είχαν τη δική τους ταυτότητα σε κάθε εδαφικό διαμέρισμα, αλλά διατήρησαν ως βάση τις αγροτικές τους οικονομίες, τις κοινωνικές τους οργανώσεις, τις τέχνες και τις ανθρωπομορφικές τους λατρείες, στις οποίες τονίζονταν έντονα η γονιμότητα.

Σε ιδιαίτερα εύφορες περιοχές, πολλοί οικισμοί διατηρήθηκαν στις ίδιες τοποθεσίες, οικοδομώντας σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, πάνω σε αλλεπάλληλα στρώματα ερειπίων, που υψώνονταν ως τεχνητοί λοφίσκοι (τέλ). Οι λόφοι αυτοί μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση κατά τη διάρκεια δύο και πλέον χιλιετιών της νέολιθικής και χαλκολιθικής περιόδου, φθάνοντας ακόμη μέχρι και την εποχή του χαλκού.

Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των πρώτων αυτών κατοίκων, φαίνεται να συνδέθηκε με τη λατρεία κερασφόρων ζώων, κυρίως βοοειδών, αλλά και προβάτων, που συμβολίζονταν συνήθως με τα κέρατά τους, ενώ στην ύστερη χαλκολιθική εποχή, κέρατα και ηλιακά σύμβολα εμφανίζονται μαζί.

             Ανάγλυφο ανθρώπινου κερασφόρου κεφαλιού από την Τροία Ι, το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες με ειδώλια
που βρέθηκαν στην περιοχή της Βαλκανικής.

Η τρίτη φάση του ποιμενικού αυτού πολιτισμού ήταν και η πλέον μακρόχρονη, διότι οι οικισμοί κτίζονταν πλέον σε φυσικά οχυρωμένες τοποθεσίες, ενώ οι ποικιλία των ταφικών τελετουργιών, που περιλάμβανε τύμβους και επίπεδους τάφους, μαρτυρά τη μικτή καταγωγή των κατοίκων της κάθε περιοχής. Η ταφική τελετουργία περιελάμβανε τον ενταφιασμό σε συνεσταλμένη θέση μέσα σε λίθινες λάρνακες, που πολλές από αυτές ξανανοίγονταν για μεταγενέστερες ταφές. Κτερίσματα σε τάφους στην περιοχή της Θράκης, τα οποία συνόδευαν τον ενταφιασμό των νεκρών, υποδηλώνουν προμήθειες, για τη μεταθανάτια ζωή και οπωσδήποτε αποτελούσαν μέρος κάποιας τελετουργικής διαδικασίας.

Όπως το τέλος της Χαλκολιθικής εποχής, έτσι και οι τελευταίοι αιώνες της πρώιμης εποχής του Χαλκού, αποτέλεσαν περιόδους συγκέντρωσης μεγάλου πλούτου από τους τοπικούς άρχοντες. Αυτό διαπιστώνεται και από Βασιλικούς τάφους, που βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές της ανατολής, αλλά και το θησαυρό που ανακάλυψε ο Σλήμαν στην Τροία της περιόδου ΙΙg. Χρυσά αγγεία άλλωστε στο Μουσείο Μπενάκη των Αθηνών από την Εύβοια απεικονίζουν καθιερωμένη παράδοση χρυσοχοϊας και πρόσβαση σε πλούσιες πηγές χρυσού.

Παρατηρείται όμως και μια ετυμολογική σχέση του ονόματος Κοττούσα με τη Χαττούσα (Καττούσα), την πρωτεύουσα των Χετταίων, αν δεχθούμε ότι το αριθμητικό στοιχείο Χ, εισήλθε στο ελληνικό αλφάβητο ως εξέλιξη του υπερωικού φθόγγου ΚΗ (1100-900 π.Χ) , QH ή ακόμη μεταγενέστερα (600 π.Χ) και του γράμματος Κ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου